Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου. Ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας.

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2017

Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ



 Σύγχυση επικρατεί σε πολλούς πιστούς και μη, για τα εκκλησιαστικά πράγματα και συνήθειες που επισυμβαίνουν στον χώρο της Εκκλησίας. Πιστεύουν δηλαδή, πως ότι επισυμβαίνει και επικρατεί σήμερα σ’ αυτή, ήταν παγιωμένο από την αρχική εμφάνιση του Χριστιανισμού. Περιττό βέβαια να πούμε, πως η άποψη αυτή είναι λανθασμένη και πως η Εκκλησία σαν ζωντανός οργανισμός που είναι πέρασε διάφορες φάσεις στην διάρκεια όλων αυτών των αιώνων, ώστε να φτάσουμε στο σήμερα που έχουν παγιωθεί κάποια πράγματα και συνήθειες. Ένα από αυτά είναι και η συνήθεια να νηστεύουμε την περίοδο του Πάσχα, η οποία ονομάζεται «Μεγάλη Τεσσαρακοστή ή Σαρακοστή». Αξίζει λοιπόν να αναρωτηθούμε. Υπήρχε αυτή η νηστεία από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού σε όλη την Εκκλησία που δεν ήταν διασπασμένη όπως σήμερα και οι πρώτοι Χριστιανοί νήστευαν τον ίδιο αριθμό ημερών με μας και έτρωγαν τα ίδια φαγητά που τρώμε εμείς; Την ευκαιρία να τα δούμε όλα αυτά και να τα απαντήσουμε μας την δίνει το κείμενο που ακολουθεί ευθύς αμέσως...


 Η νηστεία του Πάσχα δεν ήταν καθορισμένη, επειδή δεν είχε καθοριστεί επακριβώς ποια ημέρα και ποια ημερομηνία έπρεπε να γιορτάζεται το Πάσχα, με αποτέλεσμα να μην νηστεύουν όλοι οι πιστοί τον ίδιο συγκεκριμένο αριθμό ημερών. Γράφει ο Ειρηναίος Λυών το 192 μ.Χ. στον επίσκοπο Ρώμης Βίκτορα, ο οποίος είχε κηρύξει ως ακοινώνητους τους πιστούς της Ανατολής οι οποίοι γιόρταζαν σε διαφορετική ημερομηνία το Πάσχα από ότι οι πιστοί της Ρώμης, με σκοπό την συνδιαλλαγή και ειρήνευση των διεστώτων εκκλησιών: «Δεν είναι μόνο για την ημέρα η αμφισβήτηση, αλλά και γι’ αυτό το ίδιο το είδος της νηστείας. Διότι άλλοι νομίζουν πως πρέπει να νηστεύουν μία ημέρα, άλλοι δύο, άλλοι περισσότερες, άλλοι δε υπολογίζουν την ημέρα τους σε σαράντα ώρες ημερήσιες και νυχτερινές. Τέτοιου είδους ποικιλία στον τρόπο τήρησης δεν έγινε στην εποχή μας, αλλά πολύ παλιότερα κατά τους χρόνους των προγενεστέρων μας, οι οποίοι, χωρίς να προσέχουν την ακρίβεια όπως φαίνεται, τηρούν την απλοϊκή και ιδιόρρυθμη συνήθεια και την μετέδωσαν στους μετέπειτα, και παρόλα αυτά όλοι αυτοί ειρήνευσαν και εμείς ειρηνεύουμε μεταξύ μας και η διαφωνία ως προς την νηστεία κατοχυρώνει την ομόνοια ως προς την πίστη». Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία Ε΄ 24, 12 – 13. 


Συνήθως λοιπόν η νηστεία ήταν δύο ημερών. Το βράδυ οι περισσότεροι την διέκοπταν, υπήρχαν όμως και άλλοι που νήστευαν συνεχώς δύο ημέρες δηλαδή σαράντα ώρες. Πολλοί μάλιστα Χριστιανοί παίρνοντας πρωτοβουλία με δική τους θέληση μπορούσαν να κάμουν «υπέρθεση» δηλαδή να παρατείνουν την νηστεία τους πέραν της εσπέρας της ίδιας μέρας. Παρόλα αυτά, από μια αποστροφή του Ευσέβιου Καισαρείας φαίνεται πως κάποιοι πιστοί δεν νήστευαν καθόλου. Γράφει λοιπόν ο Ευσέβιος Καισαρείας με αφορμή την σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου από το Μέγα Κωνσταντίνο, στην οποία ως γνωστό καθορίστηκε και η ημερομηνία του εορτασμού του Πάσχα: «Ενώ λοιπόν στο θέμα αυτό (σ.σ. δηλαδή της εορτής του Πάσχα) οι πανταχού λαοί διαφωνούσαν ήδη από παλιά και οι θείες διατάξεις βρίσκονταν σε σύγχυση, τόσο πολύ ώστε στην μία και αυτή γιορτή η διαφορά του χρόνου να προκαλεί μεγάλη διάσταση στους εορτάζοντες, των οποίων άλλοι μεν ασκούνταν με νηστείες και κακοπάθειες, άλλοι δε περνούσαν τον καιρό τους με άνεση, κανείς άνθρωπος δεν ήταν ικανός να βρει θεραπεία του κακού και η φιλονικία συνεχίζονταν αμείλικτη μεταξύ των δύο μερίδων.» Εις τον Βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως, Λόγος Γ΄ 5,2.


 Όπως μας πληροφορεί ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, το πρώτο μισό του 3ου αιώνα μ.Χ., οι ημέρες που νήστευαν οι πιστοί την περίοδο πριν από το Πάσχα αυξάνονται. Ο χρόνος διάρκειας της γίνεται τώρα μια ολόκληρη βδομάδα. Μερικοί Χριστιανοί  κάνουν πάλι «υπέρθεση» δύο, τριών ή τεσσάρων ημερών, άλλοι όμως δεν έκαναν «υπέρθεση». Άλλοι όμως δεν νήστευαν καθόλου. Γράφει λοιπόν ο Διονύσιος Αλεξανδρείας: «Επειδή δεν τηρούν όλοι ούτε ίσα και όμοια τις έξι ημέρες της νηστείας, γιατί άλλοι νηστεύουν δύο, άλλοι τρεις, άλλοι τέσσερες, άλλοι καμία. ». Άραγε όμως, τι έτρωγαν οι πιστοί την περίοδο της νηστείας; Τα ίδια φαγητά που τρώμε και εμείς σήμερα; Όπως πληροφορούμαστε λοιπόν, οι πιστοί εφάρμοζαν ξηροφαγία, δηλαδή ψωμί, αλάτι, νερό και λάχανα.


Διαφορά βρίσκουμε και στο χρόνο λήξης της νηστείας. Άλλοι την τερμάτιζαν το βράδυ του Σαββάτου και άλλοι τα ξημερώματα της Κυριακής, την ώρα που θα λαλούσε ο κόκορας, γι’ αυτό και η ώρα αυτή ονομάζονταν «αλεκτροφωνία», από την λέξη «αλέκτωρ» που σημαίνει τον κόκορας. Στην εκκλησία της Ρώμης έχουμε την συνήθεια να τερματίζουν οι πιστοί την νηστεία του Πάσχα την ώρα της «αλεκτροφωνίας». Από πού όμως προέκυψε αυτή η διαφορά; Ο Διονύσιος Αλεξανδρείας μας πληροφορεί και γι’ αυτό το γεγονός. Λέγει λοιπόν πως η διαφορά αυτή προέκυψε, επειδή ο χρόνος της Ανάστασης του Χριστού δεν ήταν ακριβώς προσδιορισμένος.


Προϊόντος του χρόνου οι ημέρες της νηστείας προ του Πάσχα προοδευτικά αυξάνονται. Ήδη λίγα χρόνια πριν την σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, η νηστεία αυτή αυξάνεται σε σαράντα ημέρες «τεσσαρακοστή ή σαρακοστή». Λέγεται πως εισήχθη στη ζωή των πιστών την περίοδο των διωγμών 306 – 323 μ.Χ. από τους Μαξέντιο, Λικίνιο, Μαξιμίνο που ήταν συνάρχοντες του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και πριν αυτός γίνει μονοκράτορας αυτής. Λόγω λοιπόν των διωγμών πολλοί πιστοί κατέφευγαν στην ύπαιθρο και στην έρημο για να σωθούν. Εκεί έρχονται σε επαφή με τους ασκητές οι οποίοι νήστευαν σαράντα ημέρες. Νήστευαν δε σαράντα μέρες, μιμούμενοι τον Κύριο, ο οποίος νήστεψε στην έρημο τον ανάλογο αριθμό ημερών. Αυτοί επιδρούν επί των πιστών, επειδή αυτοί θαυμάζοντάς τους θέλουν να τους μιμηθούν για τον υπέροχο αγώνα που διεξάγουν. Παρενθετικά να αναφέρουμε, πως σύμφωνα με τον Ιερό Χρυσόστομο, η νηστεία της Τεσσαρακοστής του Πάσχα, δεν γίνεται ούτε για το Πάσχα ούτε για το Σταυρό, αλλά για τις αμαρτίες μας. Επειδή το Πάσχα δεν είναι υπόθεση νηστείας και πένθους, αλλά ευφροσύνης και χαράς. Γι’ αυτό λοιπόν δεν πρέπει να λέμε πως πενθούμε για την Σταύρωση του Κυρίου. Διότι δεν πενθούμε για τον Κύριο. Μη γένοιτο, αλλά για τα δικά μας αμαρτήματα.


 Εκτός όμως από τους ασκητές μεγάλη επίδραση στους πιστούς στο θέμα της νηστείας ασκούν οι λεγόμενοι εγκρατευτές. Ποιοι είναι όμως αυτοί; Ας το δούμε αμέσως παρακάτω. Από τον εκκλησιαστικό συγγραφέα Μουσανό που έδρασε στο δεύτερο μισό του Β΄ αιώνα μ.Χ. μαθαίνουμε για μια κακοδοξία που εμφανίστηκε τα χρόνια εκείνα, με την ονομασία «η αίρεση των Εγκρατιτών ή Εγκρατευτών ή Εγκρατών», στην οποία είχαν παρασυρθεί αρκετοί πιστοί. Εκείνος όμως που την διέδωσε περισσότερο και θεωρείται ο κατ’ εξοχήν αρχηγός της, είναι ο απολογητής Τατιανός που υπήρξε και μαθητής του Ιουστίνου του μάρτυρα. Όσο ζούσε ο Ιουστίνος ο μάρτυρας, ο Τατιανός δεν είχε τολμήσει να εκδηλώσει την διδασκαλία του, την οποία εκδήλωσε μετά τον θάνατό του. Οι Εγκρατείς εκήρυτταν την αγαμία, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τον γάμο ως φθορά και πορνεία δεν δίσταζαν μάλιστα να κατηγορούν τον Θεό, επειδή δημιούργησε τον άνθρωπο κατά άντρα και γυναίκα. Δίδασκαν πως ο γάμος προέρχεται από το διάβολο. Δεν έτρωγαν κρέας, επειδή πίστευαν – πιθανόν από Πυθαγόρειες επιρροές – πως τα ζώα έχουν ψυχή, όπως ο άνθρωπος. Απέρριπταν δε και την σωτηρία του Αδάμ.


Η νηστεία όμως της «τεσσαρακοστής ή σαρακοστής» προ του Πάσχα, δεν επικράτησε παντού και ομοιόμορφα, γιατί παρουσιάστηκε και νηστεία δύο – τριών βδομάδων, όπως στην εκκλησία της Ρώμης, στα μέσα του Δ΄ αιώνα μ.Χ. Άλλοι πάλι δεν νήστευαν ολόκληρη τη βδομάδα, αλλά δύο με τρεις ημέρες αυτής και έτσι συμπλήρωναν την νηστεία των δύο – τριών βδομάδων προ του Πάσχα.


Αλλά και πάλι μετά την έστω μερική αποδοχή της νηστείας της «τεσσαρακοστής ή σαρακοστής» προ του Πάσχα από αρκετές εκκλησίες, τα πράγματα εξακολουθούσαν να είναι συγκεχυμένα. Και αυτό συνέβαινε επειδή υπήρχε διαφορά ως προς την χρονική της διάρκεια μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Στην Ανατολή νήστευαν επτά βδομάδες ενώ στη Δύση έξι. Η νηστεία της μία παραπάνω βδομάδας στην Ανατολή γινόταν επειδή δεν νήστευαν τα Σάββατα, εκτός από το Μεγάλο Σάββατο. Ας μας επιτραπεί στο σημείο αυτό να κάνουμε μια απαραίτητη παρένθεση για να γίνουμε κατανοητοί. Στην Ρώμη παρουσιάστηκε τους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού η ιδιαιτερότητα να νηστεύουν οι πιστοί και το Σάββατο, εκτός της γνωστής νηστείας που γίνονταν Τετάρτη και Παρασκευή. Μέχρι τότε ένα μόνο  Σάββατο νήστευαν αυτό της Μεγάλης Εβδομάδας, αλλά μετά επεκτάθηκε η νηστεία και σ’ όλα τα Σάββατα. Παρόλο που η νηστεία αυτή καταπολεμήθηκε και από τον Τερτυλλιανό και τον Ιππόλυτο, η Σύνοδος της Ελβίρας όρισε «άρεσε να διορθωθεί η πλάνη, για να τελούμε υπερθέσεις κάθε ημέρα Σαββάτου».


Φαίνεται πως η νηστεία αυτή προήλθε λόγω παράτασης (υπέρθεσης) της νηστείας της Παρασκευής. Την νηστεία αυτή δεν είχαν η Γαλλία, η Βόρειος Ιταλία και η Βόρεια Αφρική. Επικράτησε όμως στη Δύση κατόπιν απόφασης του πάπα Ιννοκέντιου του Α΄ 401 – 407 μ.Χ. και εισήχθη στην εκκλησία της Αλεξάνδρειας. Επιχειρήθηκε η εισαγωγή της και στην εκκλησία της Συρίας αλλά συνάντησε αντίδραση και δεν επικράτησε. Έχουμε μάλιστα και μαρτυρία του γεγονότος αυτού στη νόθα επιστολή του Ιγνατίου Αντιοχείας «Προς Φιλιππησίους» που θεωρείται πως γράφτηκε στο τέλος του Δ΄ αιώνα μ.Χ. η οποία λέγει χαρακτηριστικά: «Εάν κάποιος νηστεύει, πλην ενός Σαββάτου, του Πάσχα, αυτός είναι χριστοκτόνος». Γι’ αυτό λοιπόν στην Ανατολή προστέθηκε στην νηστεία προ του Πάσχα μία εβδομάδα επιπλέον, επειδή όπως αναφέραμε και πιο πάνω, εκεί δεν νήστευαν τα Σάββατα, εκτός από το Μεγάλο Σάββατο, με σκοπό να παραταθεί ο χρόνος της νηστείας ώστε να συμπληρωθούν οι σαράντα ημέρες.


Κατά την διάρκεια της νηστείας υπήρχε ποικιλία στις τροφές που κατανάλωναν. Άλλοι έτρωγαν μόνο ξερό ψωμί, άλλοι καρπούς και αυγά, άλλοι ψάρια και πουλερικά. Η ποικιλία αυτή στη βρώση των τροφών στην περίοδο της νηστείας συνέβαινε, διότι δεν υπήρχαν γραπτές παραγγελίες για το είδος των τροφών, εκτός από ένα κανόνα της συνόδου της Λαοδικείας η οποία συνήλθε το 364 μ.Χ.: «Ότι δεν πρέπει την τελευταία βδομάδα της Τεσσαρακοστής, να γίνεται κατάλυση την Πέμπτη, και να ατιμάζεται όλη η Τεσσαρακοστή, αλλά πρέπει όλη την Τεσσαρακοστή να γίνεται νηστεία ξηροφαγίας» Κανόνας Ν΄ (50). Ο κανόνας αυτός παραγγέλνει «ξηροφαγία» δηλαδή βρώση φυτικών τροφών χωρίς λάδι. Τροφές με λάδι έτρωγαν το Σάββατο και την Κυριακή ή δεν έτρωγαν τέτοιου είδους τροφές την Τετάρτη και Παρασκευή. Κατά τη διάρκεια της «τεσσαρακοστής» έτρωγαν μόνον μία φορά την ημέρα, την 9η ώρα, δηλαδή στις 3 το μεσημέρι, και αυτή ήταν η κυρίως νηστεία, την οποία όμως δεν τηρούσαν το Σάββατο και την Κυριακή. 


Στα μέσα του ΣΤ΄ αιώνα μ.Χ. υπήρχε και μια αυστηρότερη νηστεία τον Μάρτιο, η οποία διακρίνονταν από αυτή του Πάσχα λόγω της αυστηρότητάς της. Η νηστεία αυτή μαζί με κάποιες άλλες, άλλων εορτών ονομάσθηκαν  Quatember και δεν διαδόθηκαν πέρα από τη Ρώμη.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ιωάννης Αναστασίου: Εκκλησιαστική Ιστορία
2. Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Τόμος 2
3. Ευσέβιος Καισαρείας, Εις τον Βίον Κωνσταντίνου Βασιλέως
4. Νικόδημος Αγιορείτης: Πηδάλιο



Πηγη: http://antiairetikos.blogspot.gr/