Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου. Ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας.

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων


                                                              Εισαγωγή

Αποστολικοί Πατέρες ονομάζονται οι ποιμένες και διδάσκαλοι εκείνοι οι οποίοι υπήρξαν διάδοχοι των ιδίων των Αποστόλων ή των μαθητών τους, και έδρασαν κατά την μεταποστολική εποχή. Ο όρος «Αποστολικός Πατήρ» δεν είναι βέβαια όρος της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, αλλά νεώτερος, επινοηθείς και υιοθετηθείς από ξένους ερευνητές. Τον όρο «αποστολικοί πατέρες» εισήγαγε πρώτος ο Jean Baptiste Cotelier με το έργο του Patres aevi apostolici που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1672. Έκτοτε ο όρος αυτός απαντά σε κάθε έκδοση έργων των ονομαζομένων «αποστολικών πατέρων», ανεξαρτήτως χρόνου και ομολογίας1. Ο εν λόγω όρος περιέλαβε σταδιακά περισσότερους Πατέρες από όσους εσήμαινε αρχικώς. Υπό την κυρία έννοια του όρου, που δηλώνει τους μαθητές ή ακροατές των Αποστόλων και φορείς της αποστολικής παραδόσεως, Αποστολικοί Πατέρες είναι μεμαρτυρημένως μόνον οι Άγιοι Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρ­πος Σμύρνης και Ιγνάτιος Αντιο­χείας2. Ο Cotelier όταν εξέδωσε το ως άνω έργο του συμπεριέλαβε, πλην των έργων των τριών αυτών Πατέρων, την επιστολή Βαρνάβα και τον Ποιμένα του Ερμά, στην ανατύπωση δε της εκδόσεως αυτής από τον Callandi προσετέθησαν οι Παπίας, Κοδράτος και η Προς Διόγνητον Επιστολή3. Αργότερα στην ομάδα προσετέθη και η ανακαλυφθείσα εσχάτως από τον Κωνσταντίνο Τυπάλδο και εκδοθείσα από τον Φιλόθεο Βρυέννιο το 1883 Διδαχή των Αποστόλων4. Σήμερα στους Αποστολικούς Πατέρες συμπεριλαμβάνονται όλοι οι παραπάνω συγγραφείς, πλην του συγγραφέως της Προς Διόγνη­τον Επιστολής και του Κοδράτου, λόγω του διαφορετικού λογοτεχνικού είδους που καλλιέργησαν, ο πρώτος δε και λόγω της μεταγενέστερης χρονικής τοποθέτησής του5. Ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος υποστηρίζει μάλιστα, βάσει της αμφισβητήσεως της αποστολικότητας, με την στενή ή την πνευματική έννοια, στους περισσότερους από τους Αποστολικούς Πατέρες, πως πρέπει να ονομάζονται εις το εξής τέτοιοι μόνον οι Κλήμης, Ιγνάτιος και Πολύκαρπος, κατ' εξοχήν δε μόνον ο Ιγνάτιος ο Θε­οφόρος6. Η ανά χείρας μελέτη στους «Αποστολικούς Πατέρες» συμπεριέλαβε, κατά τα κρατούντα, την ομάδα των επτά συγγραφέων, δηλ. όλους τους παραπάνω, πλην του Κοδράτου και του συγγραφέως της Προς Διόγνητον.

Για την παρουσίαση της διδασκαλίας των υπολοίπων Αποστολικών Πατέρων, δεν χρησιμοποιήθηκαν στην μελέτη τα αμφιβαλλόμενα κείμενά τους, δηλαδή οι αμφιβαλλόμενες επιστολές του Αγίου Ιγνατίου7, η λεγόμενη Β' Κλήμεντος και, φυσικά, τα Ψευδοκλημέντια8.

Χριστολογία ονομάζεται η διδασκαλία περί του προσώπου και του έργου του Ιησού Χριστού9, αν και το δεύτερο εξετάζεται συνήθως ξεχωριστά, από την σωτηριολογία10. Η παρούσα μελέτη ασχολείται μόνο με την διδασκαλία περί του προσώπου του Χριστού, και της ενώσεως εν Αυτώ της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως. Η Χριστολογία των Αποστολικών Πατέρων, με την οποία ασχολείται η παρούσα μελέτη, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι αποτελεί την μετάβαση από την Χριστολογία των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης στην Χριστολογία των κατοπινών αιώνων, και της οριστικής διατυπώσεως του χριστολογικού δόγματος· γενικώτερα στα έργα των Αποστολικών Πατέρων βλέπουμε την «αρχομένην διαμόρ­φωσιν της πρωτοχριστιανικής δογματικής και βιβλικής ορολογίας, βαθμηδόν αναγομένης εις επίπεδα θεολογικά, ανώτερα της «λαϊκής ή "κοινής" γλωσσικής διατυπώσεως»11. Η Χριστολογία αυτή διαμορφώνεται πρωτίστως ως αντίδραση στις χριστολογικές παραχαράξεις αφ' ενός των ιουδαϊζόντων αιρετικών που αρνούνταν την θεότητα του Ιησού Χριστού, αφ' ετέρου των Γνωστικών, οι οποίοι αρνούνταν την ανθρώπινή Του φύση12. Η προσπάθεια των Αποστολικών Πατέρων για την διάσωση της ορθοδόξου Χριστολογίας έχει σωτηριολογικό κίνητρο, καθώς προσπαθεί να διαφυλάξει την ορθή έννοια της εν Χριστώ σωτηρίας. Και στις δύο αιρετικές αποκλίσεις, στην άρνηση της θεότητας ή της ανθρωπότητας του Χριστού, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: δεν έχει ενωθεί υποστατικώς η θεία και η ανθρώπινη φύση εν Χριστώ, συνεπώς δεν έχει επιτευχθεί η δυνατότητα θεώσεως συνόλου της ανθρωπίνης φύσεως. Χριστολογικά στοιχεία απαντώνται επίσης στην προσπάθεια νουθεσίας και εμψυχώσεως των πιστών εκ μέρους των γραφόντων. η πραγματικότητα του πάθους του Κυρίου, το οποίο προϋποθέτει ανθρώπινη φύση, αποτελεί και ένα υπόδειγμα υπομονής και καρτερίας των πιστών στους διωγμούς και τις θλίψεις «οι δε πιστοί εν αγάπη χαρακτήρα Θεού Πατρός διά Ιησού Χριστού, δι' ου, εάν μη αυθαιρέτως έχωμεν το αποθανείν εις το αυτού πάθος, το ζην αυτού ουκ έστιν εν ημίν»13. Η αναφορά στην Ανάσταση του Κυρίου και στην Δευτέρα Του Παρουσία, τα οποία σχετίζονται με την θεότητά Του, γίνεται προς υπενθύμιση της δόξης που αναμένει τους πιστούς και της ανάγκης εγρηγόρσεως και προς περιφρόνηση όσων κινδύνων δείχνουν να απειλούν την Εκκλησία. «"Διό αναζωσάμενοι τας οσφύας υμών δουλεύσατε τω Θεώ εν φόβω και αληθεία", απολιπόντες την κενήν ματαιολογίαν και την των πολλών πλάνην, "πιστεύσαντες εις τον εγείραντα τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν"... ος έρχεται κριτής ζώντων και νεκρών, ον το αίμα εκζητήσει ο Θεός από των απειθούντων αυτώ. Ο δε εγείρας αυτόν εκ νεκρών και ημάς εγερεί, εάν ποιώμεν αυτού το θέλημα και πορευώμεθα εν ταις εντολαίς αυτού»14. Σε άλλο σημείο η ενότης του Χριστού προς τον Πατέρα προβάλλεται ως υπόδειγμα της ενότητος και ομοφροσύνης των πιστών: «Πάντες τω επισκοπώ ακολουθείτε, ως Ιησούς Χριστός τω Πατρί, και τω πρεσβυτερίω ως τοις αποστόλοις»15.

Η διαπραγμάτευση της Χριστολογίας των Αποστολικών Πατέρων στο κύριο μέρος, ακολούθησε την μέθοδο των δογματικών εγχειριδίων16· στο πρώτο μέρος παρατίθεται η διδασκαλία περί της θείας φύσεως του Χριστού, έπειτα, στο δεύτερο μέρος, η σχετική με την ανθρώπινη φύση του Χριστού και στο τρίτο μέρος, ξεχωριστά, παρουσιάζονται χωρία που φανερώνουν την ένωση των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο, καθώς και χωρία τα οποία παρουσιάζουν τις σήμερον λεγόμενες ακολουθίες της υποστατικής ενώσεως. Ακολουθούν τα συμπεράσματα της μελέτης. Σε καθένα από τα δύο πρώτα μέρη προηγείται μία μικρή υποενότητα η οποία παρουσιάζει την αίρεση που αντιτάχθηκε στην αντίστοιχη, κατά τις ενότητες της εργασίας, χριστολογική διδασκαλία των Αποστολικών Πατέρων. Η παράθεση χωρίων δεν ακολουθεί την χρονολογική σειρά των Πατέρων ούτε εξυπηρετεί άλλη σκοπιμότητα· γίνεται μόνον σύμφωνα με την σπουδαιότητα, κατά την κρίση του γράφοντος, των χριστολογικών τους χωρίων, προχωρώντας από τα περισσότερο στα λιγότερο σαφή. Από την παράθεση της διδασκαλίας των Πατέρων γίνεται σαφές πως ο μόνος από τους Αποστολικούς Πατέρες που συνέβαλε στην ανάπτυξη της Θεολογίας, είναι ο Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας. Τα κείμενά του χαρακτηρίζονται ως τα σημαντικώτερα, ορθοδοξότερα και κατ' εξοχήν θεολογικά κείμενα για το διάστημα μεταξύ Αποστόλων και Ειρηναίου· ακόμη και οι πιο έγκριτοι από τους υπολοίπους Αποστολικούς Πατέρες, οι Κλήμης Ρώμης και Πολύκαρπος Σμύρνης, δεν έλυσαν κατά τρόπο θεολογικό, οριστικό και αυθεντικό τα προβλήματα που απασχολούσαν την Εκκλησία17...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανδρούτσου, Χρ., Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, Εκδοτικός Οίκος «Αστήρ», Αθήναι 19924.
Bebis, G., «Ignatius of Antioch», Τhe Encyclopedia of Religion, vol. 7, New York 1987, pp. 86.87.
Γαλίτη, Γ., «Κύριος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 7, Εκδότης Αθ. Μαρτίνος, Αθήναι 1965, σσ. 1214-1219.
Δημητροπούλου, Π., «Σαρξ», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλο­παιδεία, τ. 10, Εκδότης ΑΘ. Μαρτίνος, Αθήναι 1965, σ. 1177.
Ζήση, Θ., Η Σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου, Πατερικά 2, Εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1992.
Ζήση, Θ., Επόμενοι τοις Θείοις Πατράσι, Αρχές και κριτήρια της Πατερικής Θεολογίας, Πατερικά 1, Εκδόσεις Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1993.
Καλογήρου, Ιω., Ιστορία των Δογμάτων, τ. Α', Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992.
Κρικώνη, Χρ., Το Μυστήριον της Εκκλησίας, Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19923.
Κρικώνη, Χρ., Η Εκκλησία Αυθεντικός Ερμηνευτής της εν Χριστώ Θείας Αποκαλύψεως, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1993.
Κρικώνη, Χρ., Αποστολικοί Πατέρες, τ. Α', University Studio Press, Θεσσα­λονίκη 1995.
Κρικώνη, Χρ., Πατερικά Θεολογικά Μελετήματα, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998.
Ματσούκα, Ν., Ορθοδοξία και αίρεση, Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη 23, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992.
Μπόνη, Κ., Χριστιανική Γραμματεία, τ. Α', Αρχείο Περιοδικού «Θεο­λογία», Αθήναι 1977.
Παναγοπούλου, Ιω., Η Ερμηνεία της Αγίας Γραφής στην Εκκλησία των Πατέρων, τ. Α', Εκδόσεις Ακρίτας, 'Αθήνα 1991.
Παπαγεωργακοπούλου, Αν., Το πάθος του Ιησού ως Υιού του ανθρώπου (ανάτυπον εκ του Ι' τόμου της Επιστημονικής Επετηρίδος της Θεολογικής Σχολής), Θεσσαλονίκη 1965.
Παπαδοπούλου, Στ., «Περί τον όρον "Αποστολικοί Πατέρες"», Κληρονομιά 2 (1974), σσ. 229-234.
Παπαδοπούλου, Στ., Πατρολογία, τ. Α', Αθήνα 1977.
Quispel, G., «Gnosticism from Its Origins to the Middle Ages», The Encyclopedia of Religion, vol. 5, New York 1987, pp. 566-574.
Rienecker, Fr., Lexikon zur Bibel, Brock-haus Verlag, Wuppertal 197813.
Ρωμανιδου, Ιω., Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α', Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1973.
Στεφανιδου, Β., Εκκλησιαστική Ιστορία, Εκδοτικός Οίκος Αστήρ, Αθήναι 1959.
Στογιάννου, Β., «Η Χριστολογία των επιστολών Ιγνατίου του και Θεοφόρου», Θεολογικόν Συμπόσιον, Χαριστήριον εις τον καθηγητήν Παναγιώτην Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1967, σσ. 69-110.
Τρεμπέλα, Π., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Β', Αθήναι 19792.
Τσάκωνα, Β., Η Χριστολογία των Επιστολών του Ευαγγελιστού Ιωάννου, Αθήναι 1970.
Φειδά, Βλ., Εκκλησιαστική Ιστορία, τ. Α', Αθήναι 1992.
Χρήστου Π., Ελληνική Πατρολογία, τ. Β', Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1978.
Χρήστου, Π., Εκκλησιαστική Γραμματολογία, τ. Α'. Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19912.
* Επί μέρους μεταπτυχιακή εργασία στην ειδίκευση της Πατρολογίας (1999). Οι πλήρεις βιβλιογραφικές ενδείξεις παρατίθενται στο τέλος της μελέτης.


1. Στ. Παπαδοπούλου, Περί τον όρον «Αποστολικοί Πατέρες», σ. 229.
2. Κ. Μπονη, Χριστιανική Γραμματεία, σ. 139ε.
3. Π. Χρήστου, Πατρολογία, σ. 350.
4. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 296ε.
5. Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ. Πρβλ. και Χρ. Κρικωνη, Αποστολικοί Πατέρες, σ. 11.
6. Στ. Παπαδοπούλου, ένθ' ανωτ., σ. 230ε.
7. Περί το πρόβλημα των επιστολών του Ιγνατίου βλ. Π. Χρήστου, ένθ' ανωτ., σ. 414ε.
8. Περί της μη γνησιότητας των έργων αυτών βλ. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., 197.207.
9. Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική, σ. 169.
10. Όπως στον Π. Τρεμπελα, Δογματική, σ. 143.
11. Κ. Μπονη, ένθ' ανωτ., σ. 141.
12. Θ. Ζήση, Η Σωτηρία, σ. 179ε. «Ως προς τα συνιστώντα το πρόσωπον του Χριστού μέρη ενεφανίσθησαν πρωΐμως δύο αιρετικαί κατευθύνσεις χαρακτηριζόμενοι η μία εκ της αρνήσεως της θεότητος και η άλλη της ανθρωπότητος αυτού. Ως απλούν, ψιλόν, άνθρωπον εξελάμβανον τον Χριστόν οι ιουδαΐζοντες Εβιωνίται ως και αι εκ του Ιουδαϊσμού επηρεασθείσαι μοναρχιανικαί αιρετικαί κινήσεις...Την ανθρωπότητα του Χριστού ηρνήθησαν οι Γνωστικοί λόγω της θεωρήσεως παντός υλικού και σωματικού ως φύσει κακού και μεμολυσμένου».
13. Ιγνάτιου, Μαγν. 5,2.
14. Πολυκάρπου, Φιλιπ. 2,1.2.
15. Ιγνάτιου, Σμυρν. 8,1. Πρβλ. Χρ. Κρικωνη, Πατερικά, σ. 20.30ε.
16. Πρβλ. Π. Τρεμπελα, ένθ' ανωτ., σσ. 39-143.

17.  Στ. Παπαδοπούλου, ένθ' ανωτ., σσ. 233-234.

Πηγη : http://www.impantokratoros.gr/

Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ «ΚΟΜΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ»,


Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρακάτω άρθρο είναι ένα ακόμα όπλο, κατά των διαφόρων αιρετικών και ιδιαίτερα κατά των αντιτριαδιστών. Στα περισσότερα σημεία του, βοηθηθήκαμε από τηνΘρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), και σε κάποια άλλα από την Εγκυκλοπαίδεια Wikipedia. Προσπαθήσαμε να είμαστε όσο πιο αντικειμενικοί γίνονταν. Το αν τα καταφέραμε ή όχι το αφήνουμε στην κρίση σας.

ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΟ «ΚΟΜΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ» 
Έτσι ονομάστηκε και είναι γνωστό στην ιστορία της κριτικής του κειμένου της Καινής Διαθήκης, το χωρίο από την 1η επιστολή του Ευαγγελιστή Ιωάννη, κεφάλαιο 5, στίχοι 7β – 8α: « …εις τον ουρανό, ο Πατέρας, ο Λόγος και το Άγιο Πνεύμα˙ και αυτοί οι τρείς είναι ένα, και τρείς είναι οι μαρτυρούντες εις την γη», το οποίο έχει καταστεί πολυθρύλητο για όσα έχουν γραφτεί από τους κριτικούς υπέρ ή κατά της γνησιότητας αυτού....

Σήμερα γενικώς η κριτική αρνείται την γνησιότητα του, για τους εξής λόγους:
1. Απουσιάζει από όλα τα γνωστά αρχαία ελληνικά χειρόγραφα.
2. Λείπει επίσης από πολλά αρχαία λατινικά χειρόγραφα και από όλες τις αρχαίες μεταφράσεις.
3. Το αγνοούν όλοι οι Έλληνες Πατέρες και συγγραφείς μέχρι τον 12ο αιώνα και οι κυριότεροι από τους Λατίνους Πατέρες και συγγραφείς, όπως π.χ. Ειρηναίος, Τερτυλλιανός; Κυπριανός; Ιερώνυμος, Αυγουστίνος και πολλοί από τους μεταγενέστερους.

Για να εξηγήσουν την καταγωγή του χωρίου διατυπώθηκαν διάφορες εικασίες. Μία από αυτές λέει, πως εμφανίστηκε αρχικά σε λατινικά πατερικά συγγράμματα, με την μορφή επεξηγηματικής αναπτύξεως του 1 Ιωάννη 5,8 κατά την διάρκεια του 3ου, 4ου και 5ου αιώνα, και αργότερα παρενεβλήθη στα χειρόγραφα των λατινικών μεταφράσεων της Κ.Δ. και από εκεί στην Βουλγάτα. Κατ’ άλλη εκδοχή, η οποία θεωρείται και η πιθανότερη σήμερα, ο Ισπανός επίσκοπος Πρισκιλλιανός ή πιθανώς ο ακόλουθός του Επίσκοπος Ινστάντιος στη λατινική πραγματεία που έγραψαν με τίτλο Liber Apologeticus (1.4) τον 4ο αιώνα, κατασκεύασαν την πρόταση αυτή στα λατινικά, την οποία πιθανώς ανέγραψαν στο περιθώριο του χειρογράφου, δίπλα στον στίχο 8. Μεταγενέστερος αντιγραφέας, θεωρώντας πως ανήκει στο κείμενο της επιστολής, την ενσωμάτωσε στην επιστολή.
Έτσι, το χωρίο αυτό εμφανίστηκε πρώτα στην Ισπανία, σαν μέρος της Λατινικής Βίβλου από το 380 μ.Χ., απ’ όπου μεταδόθηκε ταχέως και έτσι έγινε αποδεκτό, από ολόκληρο τον λατινόφωνο Χριστιανικό κόσμο, ως γνήσιο χωρίο.
Από εκεί μεταφέρθηκε στην Ανατολή, μετά τον 11ο αιώνα, μεταφράσθηκε στα Ελληνικά, όπως έχει σήμερα και μπήκε στο κείμενο κάποιων χειρογράφων του 15ου αιώνα. Από εκεί πάλι μπήκε στην Κομπλουτιανή έκδοση της Κ.Δ., την Τρίτη έκδοση του Εράσμου (1522) και τις άλλες ξενόγλωσσες μεταφράσεις.
Σήμερα όλες οι κριτικές εκδόσεις του ελληνικού κειμένου και οι ξένες μεταφράσεις της Κ.Δ, αφαίρεσαν το χωρίο από το κείμενο γιατί υποστηρίζουν πως δεν μπορεί να αξιώσει Ιωάννεια καταγωγή.

ΕΛΕΙΠΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΤΟ «ΚΟΜΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ» ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΤΥΠΟ ΚΕΙΜΕΝΟ;
Αλλά το γεγονός πως το χωρίο απουσιάζει από όλα τα αρχαία ελληνικά χειρόγραφα δεν σημαίνει αναγκαίως πως έλειπε και από το αρχέτυπο κείμενο. Άλλωστε δεν είναι το μοναδικό χωρίο που λείπει από τα αρχαία χειρόγραφα. Και το χωρίο από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, κεφάλαιο 8, στίχοι 1 – 11, που περιγράφει το επεισόδιο με την γυναίκα που συνελήφθη για μοιχεία, βρίσκεται σε μερικά μόνο χειρόγραφα και όχι εις όλα στην ίδια θέση. Επειδή όμως δεν έχει δογματική χροιά, δεν ηγέρθησαν αμφιβολίες για την γνησιότητά του ως θα όφειλε. Ομοίως η προφητεία στοΚατά Ματθαίο Ευαγγέλιο κεφάλαιο 2, στίχος 23 για τον Χριστό «θα ονομαστεί Ναζωραίος» ΔΕΝ ΠΕΡΙΕΧΕΤΑΙ στην Παλαιά Διαθήκη, αλλά και πάλι δεν ηγέρθησαν αμφιβολίες για την γνησιότητά του.
Ούτε πάλι το γεγονός, πως το αγνοούν όλοι οι αρχαίοι Έλληνες Πατέρες και συγγραφείς πείθει αναντίρρητα πως το χωρίο ουδέποτε υπήρξε στο αρχικό κείμενο. Θα μπορούσαμε πράγματι να συμφωνήσουμε με τα συμπεράσματα των κριτικών, εάν είχαμε χειρόγραφα παλιότερα,τουλάχιστον του 2ου αιώνα, που δεν περιέχουν το χωρίο, ή όλα τα συγγράμματα των Πατέρων. Αλλά όμως κανένα από τα χειρόγραφα που μας διασώθηκε δεν είναι παλιότερο του 4ου αιώνα, πολλά δεσυγγράμματα των αρχαιότερων Πατέρων χάθηκαν και μόνο τους τίτλους γνωρίζουμε για κάποια από αυτά, από μεταγενέστερες αυτών πηγές. Επομένως για κανένα λόγο δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, πως το χωρίο, επειδή απουσιάζει από τα μέχρι τώρα διασωθέντα χειρόγραφα της Κ.Δ. και συγγράμματα των Πατέρων, έλειπε πράγματι από το αρχέτυπο κείμενο.Εξ’ άλλου πρέπει να ληφθεί υπόψη πως τα χρόνια εκείνα ούτε τυπογραφικά μηχανήματα υπήρχαν, ούτε φωτοτυπικά. Έτσι τα αγιογραφικά κείμενα – όπως και άλλα σπουδαία κείμενα – πολλαπλασιάζονταν με χειρόγραφη αντιγραφή. Οι κάθε λογής αντιγραφείς ήσαν ποικίλης μορφώσεως και ευσυνειδησίας, γι’ αυτό και υπάρχουν πολλές παραποιήσεις και παραλείψεις λέξεων, φράσεων και ολόκληρων χωρίων.
Για το ζήτημα αυτό γράφει ο Ωριγένης στο «Υπόμνημα εις Ματθαίον, P.G. 13, 1293 Α»«Τώρα υπάρχει μεγάλη διαφορά των αντιγράφων, είτε από τεμπελιά των γραφέων, είτε από μοχθηρή τόλμη για διόρθωση των γραφομένων, είτε αυτά που κατά την γνώμη τους πρέπει να προστεθούν ή να αφαιρεθούν».Φαίνεται λοιπόν πολλή πιθανή η εκδοχή, ότι για έναν από τους παραπάνω λόγους, το χωρίο εξέπεσε από το κείμενο των εις την ελληνική διασωθέντων χειρογράφων, σε χρόνο που είναι κοντά στο χρόνο συγγραφής της 1ης Ιωάννου επιστολής και γι’ αυτό παρουσιάζεται εντελώς άγνωστο στην Ανατολή.

ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΝ ΑΡΧΑΙΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΟΔΟΙ ΤΟ «ΚΟΜΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ»; 
Η πιθανότητα αυτής της εκδοχής προάγεται εις βεβαιότητα όταν ληφθεί υπόψη, πως το χωρίο αυτό είναι ήδη γνωστό από τον 2ο αιώνα στη Δύση. Πρώτος αναφέρεται σ’ αυτό ο Τερτυλλιανός (155 – 240 μ.Χ.), ο οποίος αντιμετωπίζοντας τον αιρετικό Πραξέα γράφει: «Αρχίζοντας από μένα είπε: όπως ο ίδιος για τον Πατέρα. Έτσι ενωμένος ο Πατέρας με τον Υιό, και ο Υιός με τον Παράκλητο, δημιουργούν Τριάδα, στενώς ενωμένοι ο ένας σε σχέση με τον άλλον, αυτοί οι τρεις είναι ένα, όχι ένας. Μ’ αυτό τον τρόπο έχει λεχθεί: Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα˙ στην μοναδικότητα της ουσίας όχι στην μοναδικότητα του αριθμού» (PL 2, 211C).
Μνημονεύοντας λοιπόν τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα και ιδιαίτερα από την φράση «αυτοί οι τρείς είναι ένα (qui tres unum sunt)»,αποδεικνύεται σαφώς πως ο Τερτυλλιανός γνωρίζει και επικαλείται το χωρίο προς αντιμετώπιση του Πραξέα, αφού άλλωστε είναι γνωστό, πωςπουθενά αλλού στην Ιωάννεια Γραμματεία, απαντάτε ρητά η φράση«αυτοί οι τρείς είναι ένα (qui tres unum sunt)», από την οποία θα μπορούσε να την πάρει.
Αν λοιπόν αγνοούσε το χωρίο, όπως υποστηρίζουν οι κριτικοί, θα ήταν αρκετό να πει «Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα, όχι ένας (Ego et Pater unum sumus, non unus)», όπως κάνει αλλού (PL 2, 207B), δεδομένου μάλιστα πως ο Πραξέας, δεν αναμίγνυε το Άγιο Πνεύμα στην διδασκαλία του, αφού υποστήριζε απλά πως «αυτός ο ίδιος ο Πατέρας ενανθρώπησε στο πρόσωπο του Χριστού και έπαθε σταυρωθείς». Ανήκε δηλαδή στην αίρεση των Πατροπασχιτών, που πίστευαν πως ο Θεός είναι ένας και αλλάζει προσωπεία. Στην Π.Δ. παρουσιάζεται σαν πατέρας ενώ στην Κ.Δ. σαν Χριστός.
Μετά τον Τερτυλλιανό ο Κυπριανός, επίσκοπος Καρχηδόνος ( 248 – 258 μ.Χ.), ο οποίος αναφέροντας το χωρίο από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιοκεφάλαιο10, στίχο 30 στους αιρετικούς που δε δέχονταν την Αγία Τριάδα προσθέτει: "Εγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα. Πάλι είναι γραμμένο από τον Πατέρα, και τον Υιό, και το Άγιο Πνεύμα, Και αυτοί οι τρεις είναι ένα" ( De unitate Ecclesiae, VI, PL 4, 519B).
Έχομε λοιπόν δύο σπουδαίους Λατίνους συγγραφείς του 2ου και 3ου αιώνα, οι οποίοι μιλάνε για το εν λόγω χωρίο, ως μέρος της Γραφής, και αυτοί οι δύο μαρτυρούν, πως αυτό ανήκει στον Ιωάννη, γνωρίζοντας αυτό προφανώς από κώδικα που περιείχε κείμενο αρχαιότερο της εποχής των.
Το χωρίο αυτό γνωρίζουν επίσης και άλλοι μεταγενέστεροι Λατίνοι συγγραφείς, όπως ο Πρισκιλιανός, επίσκοπος Αβήδης (380 ή 384 μ.Χ.), (στο Corpus script. Ecclesiae, latinae, τ. 18, σ. 6) ο Βιγίλιος Taspensis (+ 389 μ.Χ.)(PL 62, 359AB).
Ομοίως το χωρίο είναι γνωστό ως Γραφικό εις την Εκκλησία της Αφρικής, της οποίας σαράντα επίσκοποι το έτος 484 μ.Χ., εις επιδοθείσα ομολογία πίστεως στον Ουνέρικο, βασιλιά των Βανδάλων, περιέλαβαν αυτό αυτολεξεί ως εξής: «Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ως απόδειξη αποδέχεται (ενότης εν Τριάδι) και λέγει: είναι τρεις οι οποίοι κατέχουν: την απόδειξη στον ουρανό, ο Πατήρ, ο Λόγος και το το Άγιο Πνεύμα, Και αυτοί οι τρεις είναι ένα» (Ευγένιος Βούλγαρης «Ερμηνεία εις επιστολή Παύλου» υπό Ευθ. Ζιγαβηνού, έκδ. Ν. Καλογερά, Β΄, υποσ. εις Α΄ Ιωαν. ε΄ 8, σ. 632.)Γνωρίζουν επίσης και παραθέτουν το χωρίο, ο Φουλγέντιος Ruspensis (533 μ.Χ.), τρείς φορές (PL 65, 224 Α, 224 Β, 500 C), ο Κασσιόδωρος (475 – 570 μ.Χ.),(PL 70, 1373 Α) και ο Ισίδωρος Σεββίλης (560 – 639 μ.Χ.), (PL 83, 1203), για να περιοριστούμε στους αρχαιότερους.

ΑΣΗΜΑΝΤΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ, ΑΛΛΑ ΟΜΩΣ ΤΟΣΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ 
Υπάρχουν πολύ αξιοπρόσεκτες διαφορές εκφράσεως στις ανωτέρω μνημονευθείσες παραθέσεις του χωρίου, αν τις συγκρίνουμε μεταξύ τους ή με το κείμενο της Βουλγάτας, οι οποίες αν και είναι μόνο φραστικές διαφορές που δεν μεταβάλουν την έννοια του κειμένου, έχουν όμως σπουδαιότατη σημασία.
Έτσι η φράση «μαρτυρούντες» εις μεν την Βουλγάτα αποδίδεται «qui testimonium dant», εις δε υπό των συγγραφέων παραθέσεις, άλλοτε μεν«quae testimonium dicunt» άλλοτε δε «qui testimonium perhibent» και σε ένα πάπυρο του 7ου αιώνα «qui testificantur».
Οι διαφορές αυτές στη έκφραση εξηγούνται απόλυτα, μόνον αν δεχτούμε πως συνέβη ένα εκ των δύο:
1. ή ότι οι συγγραφείς αυτοί έχουν μπροστά τους το ελληνικό κείμενο και το μεταφράζουν ο καθένας ελεύθερα, χρησιμοποιώντας, τις πιο κατάλληλες λατινικές λέξεις κατά την γνώμη τους, για την πιο ακριβή απόδοση του νοήματος του χωρίου
2. ή ότι παραθέτουν από μεταφράσεις που είχαν γίνει από διάφορους μεταφραστές σε παλιότερο χρόνο, που φαίνεται και το πιθανότερο.

Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε, ότι ενώ εις την Ανατολή το χωρίο τούτο είχε εκπέσει από το κείμενο ήδη από πριν το τέλος του 2ου αιώνα, στην Δύση, στην οποία είχαν μεταφερθεί χειρόγραφα από την Ανατολή, που κατάγονταν απευθείας από το αρχέτυπο κείμενο, το χωρίο αυτό είχε διατηρηθεί στους εν λόγω καταγόμενους κώδικας. Αυτούς λοιπόν τους κώδικας είχαν μπροστά τους οι παραπάνω μνημονευθέντες συγγραφείς, είτε σε ελληνικό κείμενο, είτε σε λατινική μετάφραση και έτσι εξηγούνται οι παρατηρούμενες φραστικές διαφορές.
Οι διαφορές αυτές είναι και μια «γροθιά», στις υποθέσεις της σύγχρονης κριτικής που ισχυρίζεται, άλλοτε μεν, πως το «Κόμμα Ιωάννου» είναι παρεμβολή στα πατερικά λατινικά συγγράμματα και άλλοτε πως είναι επινόηση των Ισπανών επισκόπων Πρισκιλιανού και Ινστάντιου.Αξιοσημείωτο επίσης είναι, πως οι παραπάνω μνημονευθέντες συγγραφείς, δέχονται ομόφωνα το χωρίο, ως αγιογραφικό, το οποίο αποδίδουν εις τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, όπως αποδεικνύεται από τα λεγόμενά τους:
1. Τερτυλλιανός: «inquit: sicut ipse de Patris …. Ita … qui tres unum sunt» (είπε: όπως ο ίδιος για τον Πατέρα … έτσι … αυτοί οι τρείς είναι ένα)
2. Κυπριανός: « et iterim…., scriptum est: Et hi tres unum sunt»
(Πάλι …., είναι γραμμένο: Και αυτοί οι τρείς είναι ένα)

3. Πρισκιλιανός: «sicut Johannes ait …»
(Έτσι ο Ιωάννης  )
   

4. Βιγίλιος: « Item ipso … inquit»
(Έτσι είπε … )


Αφού λοιπόν το θεώρησαν αυθεντικό το «Κόμμα», το χρησιμοποίησαν οΤερτυλλιανός κατά του Πραξέα, και οι Βιγίλιος και Φουλγέντιος κατά των Αρειανών και Σαβελλιανών. Εάν το «Κόμμα» ήταν νόθο, γιατί τότε κανένας από τους αιρετικούς δεν τους κατηγόρησε δημόσια πως ψεύδονται; Το γεγονός πως καμιά μαρτυρία δεν υπάρχει πως οι εν λόγω αιρετικοί, δεν αμφισβήτησαν την γνησιότητα του χωρίου, το οποίο φανερά στρέφονταν εναντίον τους, αποτελεί ακαταμάχητη μαρτυρία, πως και οι ίδιοι αιρετικοί δέχονται την γνησιότητα του.

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΤΟΥ «ΚΟΜΜΑΤΟΣ» 
Αν από το κείμενο της επιστολής αφαιρεθεί το «κόμμα», τότε το κείμενο έχει μία από τις μεγαλύτερες συντακτικές ανωμαλίες. Και είμαστε τυχεροί που είμαστε Έλληνες γιατί μπορούμε εύκολα να διαπιστώσουμε την ανωμαλία αυτή.
Έτσι ο Ευγένιος Βούλγαρης (17ος αιώνας), παρατήρησε πως υπάρχει ασυνήθιστη ανωμαλία, στην σύνταξη του στίχου 7 του ελληνικού κειμένου, η οποία χωρίς την προσθήκη του στίχου 8, αποβαίνει απαράδεκτος σολοικισμός (παραβίαση δηλ. συντακτικών κανόνων). Πριν όμως προχωρήσουμε να δούμε την συντακτική ανωμαλία, καλόν είναι να εκθέσουμε, όλο το χωρίο. Το μέσα σε αγκύλες είναι το «κόμμα»:
«5 Τις εστίν ο νικών τον κόσμον ει μη ο πιστεύων ότι Ιησούς εστίν ο υιός του Θεού; 6 Ούτός εστίν ο ελθών δι' ύδατος και αίματος, Ιησούς Χριστός· ουκ εν τω ύδατι μόνον, αλλ' εν τω ύδατι και τω αίματι· και το Πνεύμά εστίν το μαρτυρούν, ότι το Πνεύμά εστίν η αλήθεια. 7 Ότι τρεις εισίν οι μαρτυρούντες[εν τω ουρανώ, ο Πατήρ, ο Λόγος και το άγιον Πνεύμα, και ούτοι οι τρεις εν εισί. 8 και τρεις εισίν οι μαρτυρούντες εν τη γη], το Πνεύμα και το ύδωρ και το αίμα, και οι τρεις εις το εν εισίν. 9 Ει την μαρτυρίαν των ανθρώπων λαμβάνομεν, η μαρτυρία του Θεού μείζων εστίν· ότι αύτη εστίν η μαρτυρία του Θεού ην μεμαρτύρηκε περί του υιού αυτού».Βλέποντας λοιπόν τον στίχο 7 – χωρίς το «κόμμα» βέβαια – διαπιστώνουμε, ότι το πνεύμα, το ύδωρ και το αίμα είναι ονόματα γένους ουδετέρου. Πως είναι δυνατόν λοιπόν, να συμφωνήσουν συντακτικά αυτά τα ουδέτερα, με τον αμέσως προηγούμενο στίχο «τρεις εισί οι μαρτυρούντες», που είναι γένους αρσενικού; Όπως επίσης και με τον αμέσως επόμενο στίχο «και οι τρεις εις το εν εισίν» που είναι πάλι γένους αρσενικού; Τέτοια σύνταξη βεβαίως, είναι δυνατή στην γλώσσα μας, πλην όμως μόνον «κατά το νοούμενον» ή «κατά σύνεσιν», συμβατικά δηλαδή, αλλά καμιά από αυτές δεν είναι παραδεκτή στο συγκεκριμένο σημείο.
Η συντακτική λοιπόν αυτή ανωμαλία, μοναδική πράγματι σε όλη την Κ.Δ., δεν φαίνεται να υπάρχει χωρίς λόγο ή να οφείλεται σε άγνοια των κανόνων σύνταξης από τον συγγραφέα. Για να υπάρχει εκεί, σημαίνει πως υπήρχε εξ αρχής πριν από τον 8 στίχο, ή μετά από αυτόν, πρότασις η οποία εξέπεσε αργότερα, και η οποία να επιτρέπει αυτού του είδους την σύνταξη. Τέτοια πρόταση είναι μόνον αυτή που αναφέρεται στους «τρεις μάρτυρες στον ουρανό», η οποία και την συντακτική ανωμαλία αίρει αλλά και εναρμονίζεται με το όλο κείμενο.

Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΟ «ΚΟΜΜΑ» 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία από την στιγμή της ίδρυσής της το 33 μ.Χ., την ημέρα της Πεντηκοστής, ήταν η Εκκλησία που είχε για κέντρο της, την Θεία Λειτουργία. «Λειτουργούντων δε αυτών τω Κυρίω και νηστευόντων είπε το Πνεύμα το Άγιον», Πράξεις των Αποστόλων κεφάλαιο 13, στίχος 2. Γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε στην Θεία Λειτουργία της, καθώς και στις άλλες τελετές κι ακολουθίες της, ενσωμάτωσε ολόκληρα χωρία από τα κείμενα της Αγίας Γραφής.
Για τους μη γνωρίζοντας, αλλά και για όσους μας κατηγορούν πως δεν δίνουμε μεγάλη σημασία στην Βίβλο, τους ενημερώνουμε πως η Λειτουργία περιέχει 98 εδάφια από την Παλαιά Διαθήκη και 114 από την Καινή!Κατά συνέπεια, μία εκκλησία με ιστορία αιώνων και τέτοια αντίληψη για την αξία των ιερών κειμένων, δεν θα μπορούσε να εναλλάσσει το κείμενό της σύμφωνα με τις εκάστοτε ερμηνείες των επιστημόνων που πολλές φορές μεταβάλλονται σε διάστημα λίγων χρόνων. Δεν χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Εκκλησία κριτικά κείμενα αλλάλειτουργικά κείμενα. Για τους Ορθοδόξους αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς το λεγόμενο κριτικό κείμενo της Καινής Διαθήκης είναι προϊόν επιστημονικής σύνθεσης, που δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ στη Λατρεία από καμία Ομολογία.
Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός, πως άλλοι μεν ερευνητές θεωρούν την α΄ γραφή συγκεκριμένου χωρίου ως αρχική, άλλοι δε την β΄ γραφή αυτού, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται διαφορές μεταξύ των, πολλές δε φορές και διαφορές μεταξύ διαδοχικών εκδόσεων του αυτού εκδότου,Η 26η έκδοση των Nestle-Aland διαφέρει της 25ης εις 700 περίπου χωρία.Έτσι, παρά την τεραστία προσπάθεια από μεγάλο πλήθος ειδικών ερευνητών, δεν έχει επιτευχτεί ακόμα ομοφωνία μεταξύ τους, ποιο είναι το καλλίτερο και εγκυρότερο κείμενο. Όλες λοιπόν αυτές οι διαφορές δεν δείχνουν τίποτα άλλο, παρά την ύπαρξη του υποκειμενισμού, γι αυτό το λόγο λοιπόν, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να παίζει με το κείμενο της Κ.Δ. που χρησιμοποιεί στην Λειτουργία της.
Παρόλο λοιπόν που το ζήτημα γύρω από το «Κόμμα Ιωάννου», δεν έχει ξεκαθαριστεί η Ορθόδοξη Εκκλησία για να είναι τίμια απέναντι στο εαυτό της και στους πιστούς της έκανε το εξής όσον αφορά το κείμενο της Κ.Δ. που δεν αφορά τα λειτουργικά κείμενα της.
Στο κείμενο της Καινής Διαθήκης του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης του 1904, που αποτελεί το επίσημο κείμενο της Κ.Δ. που χρησιμοποιεί η Ορθόδοξη Εκκλησία, το «Κόμμα Ιωάννου» είναι τυπωμένο, με πλάγια και μικρότερου μεγέθους γράμματα.
Στα λειτουργικά κείμενα της όμως, το «Κόμμα Ιωάννου» παραμένει ως είχε, αφού άλλωστε εκφράζει την πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον Τριαδικό Θεό.


Πηγη : http://antiairetikos.blogspot.gr/