Ιερά Μητρόπολη Σιδηροκάστρου. Ευχαριστούμε για την επίσκεψή σας.

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

To Αγιο Πνευμα Γιαχβε

ΝΙΚΟΛΑΟΥ  I.  ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ
Θεολόγου – Φιλολόγου


Το μεγαλύτερο δόγμα του Χριστιανι­σμού, η μεγαλύτερη αλήθεια της Πίστεως, είνε ο Θεός μας. Η έννοια του Θεού μας είνε τόσο παράδοξη, τόσο μυ­στηριώδης, ώστε τέτοια έννοια ήταν αδύνατο να έλθη στη διάνοια του ανθρώπου. Η έννοια του Θεού μας είνε αδιανόητη και ανεπινόητη. Ο Θεός ως ένα ον κανονικώς έπρεπε να εννοήται ως ένα πρόσωπο. Δώ­δεκα Θεοί του Ολύμπου, ψεύτικοι βεβαί­ως Θεοί, εννοούνταν ως δώδεκα πρόσω­πα. Αλλ’ ο ένας Θεός του Χριστιανισμού, ο αληθινός Θεός, δεν εννοείται ως ένα πρόσωπο, αλλ’ ως τρία πρόσωπα, ως τρεις ύψιστες προσωπικότητες. Ο τριαδικός Θεός, αυτό είνε το παράδοξο των παρα­δόξων, αυτό είνε το μυστήριο των μυστη­ρίων, που δεν ήταν δυνατό να έλθη στη διάνοια του ανθρώπου.

Υπάρχει η έννοια του τριαδικού Θεού, η αδιανόητη και ανεπινόητη ανθρωπίνως, διότι υπάρχει πραγματικώς ο τριαδικός Θεός και φανέρωσε τον εαυτό του στους ανθρώπους. Άξιο παρατηρήσεως, ότι σ’ όλες τις αρχαίες μεγάλες Θρησκείες και Θεολογίες υπάρχει η έννοια της τριάδος. Το Αιγυπτιακό Πάνθεο είνε γεμάτο από τριάδες. Και διερωτάται κανείς: Πως στις αρχαίες μεγάλες Θρησκείες και Θεολο­γίες υπάρχει η έννοια της τριάδος; Η απάντησι στο σπουδαίο τούτο ερώτημα είνε: Από την αρχή, από τότε που δημιουργήθηκαν, οι άνθρωποι γνώρισαν το Θεό, το Δημιουργό τους, ως τριαδικό. Και από τότε, από την αφετηρία της, η ανθρωπότης διατήρησε ανάμνησι της τριαδικότητος του Θεού. Αλλ’ όσο παρέρχονταν οι αιώνες, όσο απομακρυνόταν η ανθρωπότης από την αφετηρία της, η έννοια της τριάδος αλλοιωνόταν, εξασθενούσε, έχα­νε την αρχική της σαφήνεια και λάμψι, συ­σκοτιζόταν, γινόταν όλο αμυδρότερη. Έξω δε από τη θεόπνευστη Γραφή, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, η έννοια της τριάδος εν συγκρίσει προς τις άλλες Θρησκείες διασώθηκε καθαρώτερη στην Ινδική Θρησκεία, όπου ο Βράχμα, ο Βισνού και ο Σίβα εννοούνται ως τρία πρόσω­πα, αλλ’ ως ένας Θεός. Αλλά μέσα στη Γραφή και στη Θρησκεία μας η αλήθεια του τριαδικού Θεού είνε ολοκάθαρη, λάμ­πει ηλίου φαεινότερον, διότι η Γραφή είνε θεόπνευστη και η Θρησκεία μας είνε εξ αποκαλύψεως. Κατά τη Γραφή και τη Θρη­σκεία μας ο Θεός είνε Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, τρία δηλαδή πρόσωπα η υποστάσεις, αλλά μία ουσία η θεότης.

Για να λάβωμε κάποια αμυδρή ιδέα του υψίστου μυστηρίου, του τριαδικού Θεού, ας αποβλέψωμε στον ήλιο, αυτόν τον μεγαλειώδη και τα μέγιστα ευεργετικόν αστέρα. Δεν αστοχούμε εάν πούμε, ότι ο φυσικός ήλιος είνε μία εικών του νοη­τού ήλιου, του Θεού μας. Στο φυσικό ήλιο υπάρχουν τρία πράγματα: Ο λαμπρός δί­σκος, που θαυμάζουμε ιδίως κατά την ανατολή και τη δύσι του· το φως, που γεννάται αμέσως από το δίσκο.και η θερμότης, που εκπορεύεται αμέσως από το δίσκο. Ήλιος είνε ο δίσκος, ήλιος είνε το φως, ήλιος είνε η θερμότης. Αλλ’ αυτά τα τρία δεν είνε τρεις ήλιοι, είνε ένας ήλιος, διότι και τα τρία στηρίζονται σε μία μάζα η ουσία, υλική ουσία. Έτσι Θεός είνε ο Πατήρ· Θεός είνε ο Υιός, που γεννάται αμέσως από τον Πατέρα· Θεός είνε και το Άγιο Πνεύμα, που εκπορεύεται αμέσως από τον Πατέρα. Αλλ’ αυτά τα τρία πρόσωπα δεν είνε τρεις Θεοί, είνε ένας Θεός, διότι και τα τρία πρόσωπα έχουν μία και την αυτή ουσία, Πνευματική ουσία είνε ομοούσια. Επειδή δε και τα τρία πρόσωπα έχουν μία και την αυτή ουσία, γι’ αυτό δεν είνε καν­ένα ανώτερο και κανένα κατώτερο από το άλλο, αλλά και τα τρία είνε ίσα και ισότιμα.


ΠΙΣΤΙΣ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΙΑ ΣΤΟΝ ΤΡΙΑΔΙΚΟ ΘΕΟ 
ΗΕΚΚΛΗΣΙΑ ανέκαθεν πιστεύει και δο­ξάζει τριαδικό Θεό. Κατά τον αρχαιότατο εκκλησιαστικό ύμνοΦως ιλαρόνοι πιστοί υμνούν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, Θεόν.
Κατά τον 4οναιώνα εμφανίσθηκαν αιρε­τικοί, οι οποίοι δεν παραδέχονταν τον τριαδικό Θεό. Είνε οι Αρειανοί και οι ακολουθήσαντες αυτούς Μακεδονιανοί. Εξ αιτίας δε των αιρετικών αυτών συνεκλήθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία κατωχύρωσε και διακήρυξε τη θεότητα του Υιού, και η Β' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία καταχώρησε και διακήρυξε τη θεό­τητα του Αγίου Πνεύματος. Αυτές δε οι δύο Σύνοδοι συνέταξαν το Σύμβολο της Πίστεως.
Σήμερα Ορθοδοξία, Ρωμαιοκαθολικι­σμός και σχεδόν ολόκληρος ο Προτεσταν­τισμός ομολογεί πίστι στον τριαδικό Θεό.


ΑΙΡΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ 
Ως προς το Άγιο Πνεύμα ειδικώς, στο οποίον αφιερώνεται το παρόν Ημερο­λόγιο, οι Αρειανοί, οι Μακεδονιανοί, ολί­γοι Προτεστάντες και οι λεγόμενοι Μάρ­τυρες του Ιεχωβά αρνούνται τη θεότητά του και διδάσκουν, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε απλώς δύναμις, η ενεργός δύναμι του Ιεχωβά, όπως εκφράζονται οι ψευδο- Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Αλλά και μερικοί Ορθόδοξοι Χριστιανοί, επειδή στερούνται κατηχήσεως και στοι­χειώδους θεολογικής γνώσεως, δεν έχουν συνειδητοποιήσει, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός, και μάλλον θεω­ρούν το Άγιο Πνεύμα απλώς ως δύναμι!
Στο παρόν Ημερολόγιο επί τη βάσει χω­ρίων της Αγίας Γραφής αποδεικνύεται, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός, γίνεται δε λόγος και για το έργο του Αγί­ου Πνεύματος στην Εκκλησία.
ΕΠΕΙΔΗ το Άγιο Πνεύμα έχει δύναμι, μάλιστα παντοδυναμία γι’ αυτό σε (ορι­σμένα χωρία, όπως π. Χ. Πράξ. 2:4 (επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου), 6:3 (πλήρεις Πνεύματος Αγίου), το Άγιο Πνεύμα σημαίνει πραγματικώς δύναμι, χάρι, χαρίσματα. Ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του:Λήψεσθεδύναμινεπελθόντος του Αγίου Πνεύματος εφ’ υμάς(Πράξ. 1:8). Θα λάβετε, δύναμι, όταν θα έλθη το Άγιο Πνεύμα σε σάς.

Ναι, το Άγιο Πνεύμα σημαίνει δύναμι, αλλά τούτο δεν αποκλείει, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Ρητώς ο Πατήρ και ο Υιός λέγονται δύναμις (Ματθ. 26:64, Α' Κορ. 1:24), και όμως είνε πρόσωπα. Και άγγελοι ονομάζονται δυνάμεις (Ρωμ. 8:38, Α' Πέτρ. 3:22), αλλ’ είνε πρόσωπα. Και για το Σίμωνα το μάγο, ενώ ήταν πρόσωπο, άνθρωπος, οι κατάπληκτοι από τις μαγείες του έλεγαν:Ούτος έστινη δύναμιςτου Θεού η μεγάλη(Πράξ. 8:10).
Και εμείς σήμερα για πρόσωπο, που έχει σπουδαία ικανότητα και αξία, λέγουμε, ότι είνε κεφάλαιο, ότι είνε δύναμις.
Θ’ αποδειχθή στη συνέχεια, ότι το Άγιο Πνεύμα δεν είνε απλώς δύναμις, αλλά πρόσωπο, και μάλιστα πρόσωπο της Θεότητος, ο ένας της Τριάδος.

Προς ανατροπήν της αιρετικής γνώμης, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε δύναμις, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο, όπως π. Χ. Είνε ο άνεμος ή ο ηλεκτρισμός, αναφέ- ρουμε εδώ τρία χωρία, στα οποία γίνεται λόγος και για δύναμι και για το Άγιο Πνεύμα.
Υμείς οίδατε. . . Ιησούν το από Ναζα­ρέτ, ως έχρισεν αυτόν ο ΘεόςΠνεύματι Αγίωκαιδυνάμει(Πράξ. 10: 37-38).

Κατά το λόγο τούτο του αποστόλου Πέ­τρου ο Θεός έχρισε τον Ιησού ως άνθρω­πο, με Πνεύμα Άγιον και με δύναμιν. Συνεπώς το Άγιο Πνεύμα και η δύναμις δεν ταυτίζονται, αλλ’ άλλο είνε το Άγιο Πνεύμα και άλλο είνε η δύναμις.
Ο λόγος μου και το κήρυγμά μου ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν αποδείξειΠνεύματοςκαιδυνάμεως(Α' Κορ. 2:4).Το ευαγγέλιον ημών
ουκ εγενήθη εις υμάς εν λόγω μόνον, αλλά καιενδυνάμεικαι ενΠνεύματι Αγίω(Α' Θεσ. 1:5).
Με τους λόγους τούτους ο απόστολος Παύλος κάνει διάκρισι του Αγίου Πνεύμα­τος από τη δύναμι.
- Το Άγιο Πνεύμα έχει δύναμι, αλλά δεν είνε δύναμις.
Το Πνεύμα έστινη αλήθεια(Α' Ιωάν. 5:6).
Με το λόγο τούτο ο απόστολος Ιωάννης δεν λέγει ότι το Πνεύμα είνε η δύναμις, όπως λέγουν οι Πνευματομάχοι, αλλά λέ­γει, ότι το Πνεύμα είνε η αλήθεια, όπως αλλού λέγει ο Χριστός για τον εαυτό του (Ιωάν. 14:6).


ΤΟ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΕΚΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΝ
Πρόσωπο η προσωπικότης λέγεται το ον, που έχει λογικό και γνώσι, συναί­σθημα, βούλησι ή θέλησι και εγώ, αυτοσυνειδησία δηλαδή η συνείδησι της υπάρξεώς του. Το δε Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται στη Γραφή με όλο τα γνωρίσματα του προ­σώπου.
Ως προς το λογικό, στο Πράξ. 15: 28 δια­βάζουμε για την απόφασι της Αποστολικής Συνόδου:Έδοξετω Αγίω Πνεύματι και ημίν, τουτέστι, φάνηκε εύλογο στο Άγιο Πνεύμα και σε μας, ή, αποφά­σισε το Άγιο Πνεύμα και εμείς. Τα πρό­σωπα κρίνουν τούτο ή εκείνο εύλογο και αποφασίζουν, τα πράγματα, όπως ο ηλεκτρισμός, δεν έχουν κρίσι, διότι δεν έχουν λογική. Άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσω­πο, και μάλιστα ύψιστο πρόσωπο. Κανονικώς αναμενόταν να λεχθήΈδοξετω Κυρίω, αλλ’ ελέχθηΈδοξετω Αγίω Πνεύματι, διότι το Άγιο Πνεύμα είνε Κύ­ριος, Θεός.

Ως προς τη γνώσι, στο Α' Κορ. 2:10-11 περιέχεται: Το Πνεύμα πάντα ερευνά, και τα βάθη του Θεού. . .Τα του Θεούουδείς οίδεν, ει μη το Πνεύματου Θεού.Το ερευνά και το οίδε σημαίνει γνωρί­ζει. Το Άγιο Πνεύμα γνωρίζει το πάντα, και τα βάθη του Θεού Πατρός. Άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο, και μάλιστα πρόσωπο της Θεότητος, αφού γνωρίζει τα πάντα, αφού είνε παντογνώστης.
Ως προς το συναίσθημα, στοΕφεσ. 4:30γράφεται: Μη λυπείτε το Πνεύμα το Άγιον του Θεού. Τα πρόσωπα λυπούνται, όχι τα πράγματα. Και αφού εξ αιτίας των αμαρτιών μας το Πνεύμα το Άγιον λυπείται, είνε πρόσωπο, και μάλιστα θείο πρόσωπο. Κανονικώς αναμενόταν να λεχθήΜη λυπείταιτον Θεόν, αλλ’ ελέχθηΜη λυπείτετο Πνεύμα το Άγιον, διότι το Πνεύμα το Άγιο είνε Θεός.

Ως προς τη βούλησι ή θέλησι, στοΑ' Κορ. 12:11διαβάζουμε:Πάντα ταύτα ενεργεί το εν και το αυτό Πνεύμα, διαι­ρούν ιδία εκάστω καθώςβούλεται. Όλα δηλαδή τα χαρίσματα ενεργεί το ένα και το αυτό Πνεύμα. Και τα διανέμει ιδιαιτέ­ρως στον καθένα όπως αυτό θέλει. Αλλ’ αφού το Πνεύμα ενεργεί όλα τα χαρίσμα­τα, και μάλιστα τα διανέμει όπως αυτό θέ­λει, άρα είνε πρόσωπο, και μάλιστα Θεός.

Ως προς το εγώ, την αυτοσυνειδησία δηλαδή, στοΠράξ. 10:19-20γράφεται:Είπεναυτώ (τω Πέτρω) το Πνεύμα.Ιδού άνδρες τρεις ζητουσί σε. ..Εγώ απέσταλκααυτούς. Αλλ’ αφού το Πνεύμα έχει εγώ, συνείδησι της υπάρξεώς του, άρα είνε πρόσωπο. Και επειδή είνε πρόσωπο, γι’ αυτό και ωμίλησε στον Πέτρο, και απέστειλε προς αυτόν τους τρεις άνδρες. Και απέστειλεν αυτούς, αφού έδωσεν εντολή δια μέσου αγγέλου στον Κορνήλιο (Πράξ. 10:1-8). Άρα το Πνεύμα, πρόσωπο ανώτερο των αγγέλων, είνε πρόσωπο της Θεότητος.

Το Πνεύμα το Άγιο είνε πρόσωπο, διότι ακούει, λαλεί, αναγγέλει (Ιωάν. 16:13), λέγει (Πράξ. 21:11), προλέγει (Πράξ. 1:16), διδάσκει και υπομιμνήσκει (Ιωάν. 14:26), μαρτυρεί (Ιωάν. 15:26), συμ­μαρτυρεί τω πνεύματι ημών (Ρωμ. 8:16), προμαρτύρεται (Α' Πέτρ. 1:11), διαμαρ­τύρεται (Πράξ. 20:23), επιποθεί προς φθόνον(Ιακ. 4:5), ήτοι ως νυμφίος των ψυχών υπεραγαπά ζηλοτύπως,προσκαλείαποστόλους (Πράξ. 13:2),θέτειεπι­σκόπους (Πράξ. 20:28) κ. α. Πολλές δε από τις ιδιότητες και τις ενέργειες του Αγίου Πνεύματος δεν αποδεικνύουν μόνο την προσωπικότητα του Αγίου Πνεύμα­τος, αλλά και τη θεότητά του.
Ο Χριστός ειπε: Εγώ ερωτήσω τον Πα­τέρα καιάλλον Παράκλητονδώσει υμίν. . . Καιεν υμίνέσται(Ιωάν. 14:16-17). Ένας Παράκλητος είνε ο Χριστός (βλέπε και Α' Ιωάν. 2:1), το δε Άγιο Πνεύμα είνε άλλος Παράκλητος. Αφού δε ο Χριστός πα­ραβάλλει το Άγιο Πνεύμα προς τον εαυτό του, άρα το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Και αφού επίσης ο Χριστός αποδίδει στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος τη δυνα­τότητα να κατοική εντός όλων των πιστών, όπως κατά το Ιωάν. 14:23 δύναται να κατοική ο Πατήρ και ο Υιός, άρα το Άγιο Πνεύμα είνε Θεός.

Ο Χριστός έδωσε εντολή να βαπτίζωνται οι άνθρωποι εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος (Ματθ. 28:19). Κατά τη Γ ραφή ουδέποτε γί­νεται κάτι εις το όνομα (ή εν τω ονόματι) δυνάμεως ή πράγματος γενικώς, αλλά πάντοτε εις το όνομα (ή εν τω ονόματι) προσώπου. Αφού δε η βάπτισις γίνεται εις το όνομα. . . Και του Αγίου Πνεύματος, άρα και το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο. Ότι δε το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο, τούτο φαίνεται και από το ότι τί­θεται παραλλήλως και συμπαρατίθεται με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού. Επί­σης πρέπει να παρατηρηθή, ότι το βαπτίζομαι εις το όνομα του Αγίου Πνεύματος σημαίνει, παραδίδομαι και ανήκω πλέον στο Άγιο Πνεύμα και είμαι ιδιοκτησία του. Αλλ’ αυτή η έννοια ευσταθεί, αν το Άγιο Πνεύμα είνε πρόσωπο και Θεός. Τέ­λος πρέπει να παρατηρηθή και τούτο, ότι το παρόν χωρίο για τη βάπτισι Ματθ. 28:19, χωρίο κλασσικό, δεικνύει την τριάδα των θείων προσώπων, αλλά και τη μονάδα της ουσίας των, διότι λέγει εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύ­ματος, δεν λέγει εις τα ονόματα. Οι Τρεις είνε ένα όνομα, τουτέστι μία φύσις, ουσία, μία θεότης. 

Στο Σύμβολο της Πίστεως η Β' Οικουμε­νική Σύνοδος, η οποία συνέταξε τα τε­λευταία άρθρα του Συμβόλου, για τον τρό­πο της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος μας έδωσε την διατύπωσι το εκ του Πα­τρός εκπορευόμενον. Ο Πατήρ υπάρχει αγεννήτως. Ο Υιός υπάρχει με τον τρόπο της γεννήσεως από τον Πατέρα προ πάν­των των αιώνων. Και το Άγιο Πνεύμα υπάρχει με τον τρόπο της εκπορεύσεως από τον Πατέρα επίσης προ πάντων των αιώνων.
Όπως δε η γέννησις του Υιού από τον Πατέρα είνε δίδαγμα της Αγίας Γραφής, έτσι και η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύμα­τος από τον Πατέρα. Ο Χριστός είπε στους μαθητάς του: Όταν έλθη ο Παρά­κλητος, ον εγώ πέμψω υμίν παρά του Πα­τρός, το Πνεύμα της αληθείας, ο παρά του Πατρός εκπορεύεται, εκείνος μαρτυρήσει περί εμού (Ιωάν. 15:26). Επειδή ο Υιός γεννάται από τον Πατέρα, γι’ αυτό είνε της αυτής φύσεως με τον Πατέρα, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού γεννώμενος. Ομοίως δε, επειδή το Άγιο Πνεύμα εκ­πορεύεται από τον Πατέρα, γι’ αυτό είνε της αυτής φύσεως με τον Πατέρα, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού εκπορευόμε­νος.

Τη θεότητα του Αγίου Πνεύματος δει­κνύει και η ονομασίατο Πνεύματης αληθείας. Αυτή η ονομασία, όπου η γενική της αληθείας είνε της ιδιότητος, σημαί­νει το αληθινό Πνεύμα. Είνε δε ο Παρά­κλητος το αληθινό Πνεύμα εν συγκρίσει προς τα αγγελικά και τα ανθρώπινα πνεύ­ματα, τα οποία κατά τινά τρόπο είνε ψεύ­τικα πνεύματα, διότι είνε κτιστά και κατώ­τερα, και, αν τα εγκατέλειπε ο Θεός, θα επανέρχονταν στην ανυπαρξία.

Η διατύπωσις το εκ του Πατρός εκπορευόμενον είνε σύμφωνη προς το λόγο του Χριστού, που παραθέσαμε. Ο Χριστός είπε, ότι αυτός θα στείλη τον Παράκλητο, αλλά πρόσθεσε παρά του Πατρός. Γιατί; Διότι παρά του Πατρός εκπορεύεται. Ο Πατήρ είνε η αρχή στη Θεότητα· γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα, όπως ο ήλιος γεννά το φως και εκπορεύει τη θερμότητα. Απαγόρευσαν δε οι Πατέρες να επιφέρη κανείς μεταβολή στο Σύμβολο της Πίστεως. Εν τούτοις ο Πάπας, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του ανώτερο των Αγίων Πατέρων και των Οικουμενικών Συ­νόδων, μάλλον δε ανώτερο και του Χρι­στού, πρόσθεσε στο Σύμβολο της Πίστεως τοFilioque, ότι δηλαδή το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από τον Υιό. Αλλ’ αυτό είνε αίρεσις, πολύ μεγάλη αίρεσις- αυτό εισάγει δυαρχία στη Θεότητα- αυτό κατά λογική συνέπεια οδηγεί σε διθεΐα!
Είθε το Άγιο Πνεύμα να φωτίση τον Πά­πα και όλους τους αιρετικούς, ο δε Πάπας και οι αιρετικοί να δεχθούν το φωτισμό, να μετανοήσουν, ν’ αποβάλουν τις αιρέσεις των, και έτσι να γίνη η πολυπόθητη Ένωσις, Ένωσις αληθινή, και όχι Ψευδοένωσις που επιχειρούν οι Οικουμενισταί.


ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΘΕΟΣ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΗΣ
Στο Πράξ. 5:3-4 διαβάζουμε: Ανανία, διατί εκπλήρωσεν ο Σατανάς την καρδίαν σου ψεύσασθαί σετο Πνεύμα το Άγιον. . . ;Ουκ εψεύσω ανθρώποις, αλλάτω Θεώ. Μεταφράζουμε: Ανανία, γιατί κυ­ρίευσε ο Σατανάς την καρδιά σου, ώστε να ειπής ψέμα στο Άγιο Πνεύμα. . . ; Δεν είπες ψέμα σ’ ανθρώπους, αλλά στο Θεό. Ψεύ­δεται κανείς σε πρόσωπο, όχι σε δύναμι, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο. Το Άγιο Πνεύμα, στο οποίον ο Ανανίας είπε ψέμα, είνε πρόσωπο, και μάλιστα ασυγκρίτως ανώτερο από τους ανθρώπους, είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία, όπως είνε και ο Πατήρ και ο Υιός.

Ουκ οίδατε ότιναός Θεούέστε καιτο Πνεύματου Θεούοικείεν υμίν; Ει τιςτον ναόν του Θεούφθείρει, φθερεί τούτονο Θεός·ο γαρναός του Θεούάγιος έστιν, οίτινες έστε υμείς(Α' Κορ. 3:16-17). Με­ταφράζουμε: Δεν ξέρετε, ότι είσθε ναός (κατοικητήριο) του Θεού, και συνεπώς το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σε σάς; Εάν κά­ποιος καταστρέφη το ναό του Θεού, θα καταστρέψη αυτόν ο Θεός. Διότι ο ναός του Θεού είνε άγιος, και ο ναός αυτός είσθε σεις. Η φράσις ναός Θεού ση­μαίνει κατοικητήριο Θεού. Θεός δε εδώ, ο οποίος έχει τους πιστούς ως κατοικητήριο, είνε το Πνεύμα, το οποίον οικεί, κατοικεί, στους πιστούς. Το Πνεύμα του Θεού, το Πνεύμα του Πατρός, είνε και αυτό Θεός, είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία, όπως και ο Χριστός είνε ο Υιός του Θεού (Πατρός) και συγχρόνως είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία.
Κατά τοΕφεσ. 2:22οι πιστοί είνε κατοικητήριον του Θεού εν Πνεύματι, ο Θεός δηλαδή κατοικεί στους πιστούς με την κατοίκησι του Πνεύματος. Άρα το Πνεύμα είνε ο Θεός, όλη η θεία ουσία.


ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ ΟΜΙΛΕΙ ΩΣ ΓΙΑΧΒΕ
Και ην αυτώ (τω Συμεών) κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ιδή τον Χρι­στόν Κυρίου. . . Και αυτός εδέξατο αυτόν (τον Χριστόν) εις τας αγκάλας αυτού και ευλόγησε τον Θεόν και είπε·Νυν απολύεις τον δουλόν σου,Δέσποτα, κατά το ρήμα σουεν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου(Λουκ. 2:26-30). Με­ταφράζουμε: Και είχε σ’ αυτόν (τον Συ­μεών) αποκαλυφθή από το Πνεύμα το Άγιο, ότι δεν θα έβλεπε θάνατο προτού ιδή τον Χριστό του Κυρίου. . . Τότε αυτός τον πήρε (τον Χριστό) στην αγκαλιά του και δόξασε το Θεό και είπε: Τώρα, Δέσπο­τα, απολύεις τον δούλο σου ευτυχισμένο συμφώνως προς τον λόγο σου, διότι τα μά­τια μου είδαν τον σωτήρα. Ότι ο Συμεών δεν θα έβλεπε θάνατο προτού ιδή τον Χρι­στό, τούτο ήταν χρηματισμός, αποκαλυπτικός δηλαδή λόγος, του Πνεύματος του Αγίου. Συνεπώς το Άγιο Πνεύμα είνε ο Θεός και Δεσπότης, τον οποίο δό­ξασε ο Συμεών, διότι συνέβη κατά το ρήμα αυτού, διότι δηλαδή πραγματοποι­ήθηκε ο αποκαλυπτικός λόγος του.

Γιαχβέ είνε το προσωπικό όνομα του αληθινού Θεού στην Παλαιά Διαθήκη στα εβραϊκά. Παραθέτουμε δύο χωρία της Πα­λαιάς Διαθήκης, στα οποία το Άγιο Πνεύμα ομιλεί ως Γιαχβέ, ως αληθινός Θεός.

Σήμερον, εάν της φωνήςαυτούακούσητε, μη σκληρύνητε τας καρδίας υμών ως εν τω παραπικρασμώ κατά την ημέραν του πειρασμού εν τη ερήμω, ουεπείρασάν μεοι πατέρες υμών,εδοκίμασάν μεκαι είδοντα έργα μου.Τεσσαράκοντα έτηπροσώχθισατη γενεά εκείνη καιείπα·Αεί πλανώνται τη καρδία, αυτοί δε ουκ έγνωσαντας οδούς μου,ωςώμοσα εν τηοργήμου,ει εισελεύσονται ειςτην κατάπαυσίν μου(Ψαλμ. 94:8-11). Μεταφράζουμε: Σήμερα, όταν ακούσετε τη φωνήαυτού,να μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως κατά την ανταρσία, κατά το χρόνο της προκλήσεως στην έρημο, όπουμε προκάλεσανοι πατέρες σας,με έθεσαν σε δοκιμασία,και είδαντα έργα μουεπί σαράντα έτη. Γι’ αυτόωργίσθηκακατά της γενεάς εκείνης καιείπα:Πάντοτε εκτρέπονται από το δρόμο με τη θέλησί τους· ναι, αυτοί δεν αγάπησαντο δρόμο μου.Γι’ αυτόστην οργή μου ωρκίστηκα:Δεν θα εισέλθουνστον τόπο μου της αναπαύσεως. 

Το χωρίο τούτο είνε παράδοξο και κατα­πληκτικό. Σ’ αυτό ένα θείο πρόσωπο ομι­λεί στην αρχή για άλλο θείο πρόσωπο, και στη συνέχεια ομιλεί για τον εαυτό του. Και για μεν το άλλο θείο πρόσωπο ομιλεί σε γ' πρόσωπο και χρησιμοποιεί την αντωνυμία αυτού, για δε τον εαυτό του ομιλεί σε α' πρόσωπο και λέγει επείρασάν με, εδοκίμασά με, τα έργα μου, προσώχθισα, είπα, τας οδούς μου, ώμοσα, τη οργή μου, την κατάπαυσίν μου. Αλλά ποιο πρόσωπο ομιλεί στο χωρίο;Κατά τη μαρτυρία του Αποστόλου στο Εβρ. 3:7 ομιλεί το Άγιο Πνεύμα.Και από τα λόγια, που λέγει για τον εαυτό του, είνε ολοφάνερο, ότι το Άγιο Πνεύμα είνε Γιαχβέ, αληθινός Θεός. Με την αντωνυμία δε αυτού στην αρχή του χωρίου το Άγιο Πνεύμα διακρίνει τον εαυτό του από τον Θεό Πατέρα. Συντόμως η έννοια του χω­ρίου είνε: Σήμερα, κατά τη μεσσιακή εποχή, όταν ακούσετε τη φωνή αυτού, του Θεού Πατρός, ομιλούντος δια μέσου του Υιού, μη πράξατε όσα ασεβή έπραξαν οι πατέρες σ’ εμένα το Πνεύμα το Άγιο, και ωργίσθηκα και τους τιμώρησα.
Άξιο παρατηρήσεως, ότι κατά το παρόν χωρίο οι Εβραίοι επείρασαν το Πνεύμα το Άγιο, κατά τοΑ' Κορ. 10:9επείρασαν τον Χριστό, και κατ’ άλλα χωρία, όπωςΨαλμ. 77 (78):41,56, επείρασαν τον Θεό.Και τους Τρειςεπείρασανοι Εβραίοι, διότι οι Τρεις είνε μία ουσία η Θεότης.

Και ήλθε επ’ εμέΠνεύμακαι έστησε με επί τους πόδας μου καιελάλησεπρος με καιειπέμοι.Είσελθε και εγκλείσθητι εν μέσω του οίκου σου. Και συ, υιέ ανθρώπου, ιδού δέδονται επί σε δεσμοί, και δήσουσί σε εν αυτοίς, και ου μη εξέλθης εκ μέσου αυτών. Και την γλώσσαν σουσυνδήσωκαι αποκωφωθήση και ουκ έση αυτοίς εις άνδρα ελέγχοντα, διότι οίκος παραπικραίνων εστί. Καιεν τω λαλείν μεπρος σεανοίξω το στόμα σουκαι ερείς προς αυτούς- Τάδε λέγειΚύριος.. . (Ιεζ. 3: 24-27).
Το Πνεύμα ομιλεί στον προφήτη, λέγει ότι θα τον δέσουν (πρβλ. Πράξ. 21:11), ότι θα τον καταστήση άλαλο, και ότι πάλι θα λαλήση προς αυτόν και θα του άνοιξη το στόμα για να κηρύξη λέγοντας: Τάδε λέγει Κύριος. . . Το Πνεύμαθα λαλή, και ο προ­φήτης, μεταδίδοντας τους λόγουςτου Πνεύματος,θα διακηρύττη: Τάδε λέγειΚύριος. . .Άρα τοΠνεύμαείνεΚύριος,στα εβραϊκά Γιαχβέ, αληθινός Θεός.


Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΜΟΥ
Και είπε Κύριος. . . Δεύτεκαικαταβάντες συγχέωμεναυτών εκεί την γλώσσαν. . . Εκεί συνέχεε Κύριος τα χείλη πάσης της γης(Γεν. 11:6-9).
Τοβ'πρόσωποδεύτε(=έλθετε) αποκλείει να είνε οι πληθυντικοί της μεγαλοπρεπείας· είνε μυστηριώδεις πληθυντικοί αναφερόμενοι στο μυστήριο των προσώ­πων της Θεότητος, όπως οι πληθυντικοί ποιήσωμεν και ημών στα χωρία Γεν.1:26και3:22αντιστοίχως.Το δεύτε (=έλθετε) φανερώνει, ότι ο Θεός Πατήρ απευθύνεται σε περισσότερα του ενός πρόσωπα για να κατεβούν και να επιφέ­ρουν σύγχυσι στη γλώσσα των οικοδόμων του πύργου της Βαβέλ. Συμφώνως προς πλήθος χωρία της Γραφής αναφερόμενα σε τρία πρόσωπα, Πατέρα, Υιό και Άγιο Πνεύμα, στο υπ’ όψιν χωρίο το ένα πρό­σωπο, ο Θεός Πατήρ, απευθύνεται προς δύο πρόσωπα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα.

Και τα τρία δε πρόσωπα, που επέφεραν μαζί τη σύγχυσι στη γλώσσα των ανθρώπων, ονομάζονται με το όνομα Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ, όπως φαίνεται από τη φράσιΕκεί συνέχεεΚύριοςτα χείλη πό­σης της γης.Κύριος λοιπόν, Γιαχβέ, αληθινός Θεός, είνε και το Άγιο Πνεύμα.
Ώφθη δε αυτώ (τω Αβραάμ)ο Θεός(ο Γιαχβέ κατά το Εβραϊκό κείμενο) προς τη δρυί τη Μαμβρή. . . Αναβλέψας δε τοις οφθαλμοίς αυτού είδε, και ιδούτρεις άν­δρες. . .Και ιδών προσέδραμεν εις συνάντησιναυτοίς. . .Και προσεκύνησεν επί την γην και είπε.Κύριε, ει άρα εύρον χάριν εναντίονσου,μηπαρέλθηςτον παίδασου.Ληφθήτω δη ύδωρ, και νιψάτωσαν τους πόδαςυμών,καικαταψύξατευπό το δένδρον και λήψομαι άρτον, καιφάγεσθε,και μετά τούτοπαρελεύσεσθεπρος την οδόνυμών,ου ένεκεν εξεκλίνατε προς τον παίδαυμών.Καιείπανούτω ποίησον, καθώς είρηκας(Γεν. 18: 1-5).

Ο Γιαχβέ φάνηκε οφθαλμοφανώς στον Αβραάμ. Πολλά δε τα παράδοξα κατ’ αυτή τη θεοφάνεια.Η εμφάνισις έγινε με μορ­φήτριών ανδρών.Ο Αβραάμ προσφωνεί τους τρεις σ’ ενικό αριθμό,Κύριε.Κα­τόπιν ομιλεί προς αυτούς σε πληθυντικό αριθμό.Ιδιαιτέρως αξιοπαρατήρητο, ότι τη μία φορά λέγει τον παίδασου(=τον δούλοσου)και την άλλη φορά λέγει τον παίδαυμών(=τον δούλοσας).Αξιοπαρα­τήρητο επίσης, ότι οι τρεις ομιλούν συγ­χρόνως, σαν με ένα στόμα, και εμφανίζονται ισότιμοι.

Εκτός τούτων, το κείμενον για τους τρεις άλλοτε γράφει είπαν, στίχ. 5, κατά το Εβραϊκό και 9, άλλοτε δε γράφει είπε ή είπε Κύριος (Γιαχβέ). Επί πλέον, ενώ κατά τους στίχ. 20-21 ο Γιαχβέ θα κατέβαινε προσωπικώς, για να διαπιστώση με τα μάτια του την ηθική κατάστασι των Σοδόμων, κατά το στίχ. 33 μετά την εμφάνισι στον Αβραάμ ο Γιαχβέ απήλθε στον ουρανό στα δε Σόδομα μετέβησαν οι δύο άγγελοι, τουτέστιν επεσταλμένοι, αγγελιαφόροι (Γεν. 19:1). Δεν κατέβηκε λοιπόν ο Γιαχβέ στα Σόδομα προσωπικώς; Ναι, κατέβηκε προσωπικώς εν τω προσώπω των δύο ανδρών αγγέλων.Οι δύο ως πρόσωπα, ως ουσία είνε ο ένας και ο αυτός Γιαχβέ.

Κατά το κεφ. 19 της Γενέσεως πολλά πα­ράδοξα συμβαίνουν και κατά την εμφάνι­σι των δύο ανδρών - αγγέλων στο Λωτ στα Σόδομα. Αρχικώς ο Λωτ τους προσφωνεί σε πληθυντικό,Κύριοι(Γεν. 19:2), δείχνοντας ότι είνε δύο πρόσωπα. Αλλ’ έπειτα τους προσφωνεί σε ενικό,Κύριε,δείχνοντας ότι είνε μία ουσία.Και στη συνέχεια απευθύνεται προς τους δύο σ’ ενικό:Είπε δε Λωτ προςαυτούς-Δέομαι,Κύριε,επειδή εύρεν ο παιςσουέλεος εναντίονσουκαιεμεγάλυναςτην δικαιοσύνηνσου,οποιείςεπ’ εμέ του ζήν την ψυχήν μου. . . Και ζήσεται η ψυχή μου ένεκένσου(Γεν. 19:18-20). Για την απάντησι των δύο προς τον Λωτ χρησιμο­ποιείται επίσης ενικός:Καιείπεναυτώ· Ιδούεθαύμασάσου το πρόσωπον και επί τω ρήματί σου τούτω. . . Ου γαρδυνήσομαιποιήσαι πράγμα, έως του ελθείν σε εκεί(Γεν. 19: 21-22). Στο Γεν. 19:17 κατά το Εβραϊκό για τις ενέργειες των δύο χρησι­μοποιείται ένα ρήμα στον πληθυντικό και ένα στον ενικό,εξήγαγονκαιείπε. Το δε παραδοξότερο, κατά το Γεν. 19:24 Κύ­ριος έβρεξεν επί Σόδομα και Γόμορρα θείον (=θειάφι) και πυρ παρά Κυρίου εξ ουρανού. Ο Κύριοςέβρεξεν εκ μέρουςτου Κυρίου! Εδώ το Κύριος είνε μετάφρασις του Γιαχβέ. Ο Γιαχβέ έβρεξεν εκ μέρους του Γ ιαχβέ! Ο πρώτος Κύ­ριος ή Γιαχβέ, ο οποίος έβρεξε την κα­ταστροφή στις αμαρτωλές πόλεις, είνε οι δύο άνδρες - άγγελοι, τουτέστιν ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ο δε δεύτερος Κύριος ή Γιαχβέ, εκ μέρους του οποί­ου απεστάλησαν οι δύο για να προκαλέσουν την καταστροφή (Γεν. 19:13), είνε ο Θεός Πατήρ.

Κατά ταύτα τα τρία πρόσωπα, που εμφανίσθηκαν στον Αβραάμ, λέγονται άν­δρες, διότι εμφανίσθηκαν με τη μορφή ανθρώπων. Από τα τρία αυτά πρόσωπα τα δύο, που εμφανίσθηκαν στον Λωτ, λέγον­ται άγγελοι, διότι ήταν απεσταλμένοι του άλλου προσώπου και αγγελιαφόροι. Δεν πρόκειται λοιπόν ούτε για ανθρώπους, ούτε για αγγέλους, αλλά γι’ αυτόν τον Γιαχβέ Θεό, όπως δηλώνεται στην αρχή του 18ουκεφαλαίου της Γενέσεως. Ο Γ ιαχβέ Θεός είνε τρία πρόσωπα, αλλά μία ουσία η θεότης. Το Άγιο Πνεύμα είνε ένα από τα τρία πρόσωπα, ομοούσιο προς τα άλλα δύο πρόσωπα, Γιαχβέ Θεός, όπως εκείνα.

Είπεν ο Κύριος τω Κυρίω μου.Κάθου εκ δεξιών μου. . . Ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοιΚύριοςεκ Σιών. . . ΏμοσεΚύ­ριοςκαι ου μεταμεληθήσεται. . .Κύριοςεκ δεξιών σου συνέθλασεν εν ημέρα οργής αυτού βασιλείς.. . (Ψαλμ. 109 [110]: 1-5).
Εδώ ένας Κύριος, ο Πατήρ, θέτει εκ δε­ξιών του δεύτερο Κύριο τον Υιό - Μεσσία, και ομιλεί προς αυτόν για τρίτο Κύριο εκ δεξιών του δευτέρου. Ο τρίτος Κύριος, στα εβραϊκά Αδωνάι και Γιαχβέ, προ­φανώς είνε το Άγιο Πνεύμα.

Ηνίκα αν επιστρέψη (ο άνθρωπος) προςΚύριον,περιαιρείται το κάλυμμα. Ο δεΚύ­ριοςτο Πνευμά έστινου δε το Πνεύμα Κυ­ρίου, εκεί ελευθερία (Β' Κορ. 3: 16-17).
Όταν ο Ιουδαίος επιστρέψη προς τον Κύριον, αφαιρείται το κάλυμμα, που δεν τον αφήνει να ιδή. Ο δε Κύριος στην προ­κειμένη περίπτωσι είνε το Πνεύμα. Ρητώς εδώ λέγεται, ότι το Πνεύμα είνε ο Κύριος, στα εβραϊκά Γιαχβέ συμφώνως προς το Έξοδ. 34:34, απ’ όπου η φρασιολογία του Β' Κορ. 3:16. Παραδόξως όμως, κατά μεν το Β' Κορ. 3:17 ο Παράκλητος είνε το Πνεύμα Κυρίου, κατά δε τον προηγούμενον στίχ. 16 είνε αυτός ο Κύριος. Πρά­γματι, ως πρόσωπο ο Παράκλητος είνε το Πνεύμα Κυρίου, δηλαδή το Πνεύμα του Γιαχβέ Πατρός, και ως ουσία είνε ο Κύ­ριος, ο Γιαχβέ, η όλη θεία ουσία, ο όλος Θεός. Ομοίως ο Χριστός είνε ο Υιός του Θεού και συγχρόνως ο Θεός (Ιωάν. 11:4, Α' Ιωάν. 5:20).
Ο Κύριος κατευθύναι υμών τας καρδίας εις την αγάπην του Θεού και εις την υπομονήν του Χριστού (Β' Θεσ. 3:5).

Το χωρίο είνε τριαδικό. Ο Κύριος, ο οποίος δύναται να κατευθύνη εις την αγάπην του Θεού (Πατρός) και εις την υπομονήν του Χριστού, είνε το Άγιο Πνεύμα.
Μνημονεύουμε, απλώς ωρισμένα ακόμη από τα τριαδικά χωρία της Καινής Διαθή­κης, χωρία δηλαδή όπου το Άγιο Πνεύμα αναφέρεται συντεταγμένο με τον Πατέρα και με τον Υιό ως πρόσωπο της αυτής τάξεως με τα δύο άλλα πρόσωπα: Ρωμ. 15:16, 30· Α' Κορ. 12: 4-6, Β' Κορ. 1: 21-22, 13:13, Εφεσ. 4: 4-6' Α' Πέτρ. 1:2’ Ιούδ. 20-21.

ΤΟ ΕΡΓΟ TOY ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
Είνε μεγάλο το πλήθος των χωρίων της Αγίας Γραφής, Καινής και Παλαιάς Διαθήκης, στα οποία αναφέρεται το Άγιο Πνεύμα. Ήδη αναφέρεται στην αρχή της Αγίας Γραφής, στο Γεν. 1:2, στη φράσι,ΚαιΠνεύμαΘεού επεφέρετο επάνω του ύδατος. Οι δε ψευδό - Μάρτυρες του Ιε­χωβά, οι μεγαλύτεροι διαστροφείς, αλλά και πλαστογράφοι του κειμένου της Αγίας Γραφής, αρχίζοντας τη διαστροφή και την πλαστογραφία από την αρχή της Αγίας Γραφής, τη λέξι Πνεύμα στην εν λόγω φράσι μεταφράζουν - πως;Η ενεργός δύναμις!Δεν θα έπρεπε να επεμβή εισαγγελεύς κατά των πλαστογράφων του κειμένου της Γραφής;. . . Το Άγιο Πνεύμα αναφέρεται και προς το τέλος της Αγίας Γ ραφής, στο Αποκ. 22:17 στη συγκινητική εκείνη φράσι,Και τοΠνεύμακαι η νύμφη λέγουσιν Έρχου!.

Από το μεγάλο πλήθος των χωρίων της Γραφής περί του Πνεύματος τα πλείστα δεικνύουν τι είνε το Πνεύμα στη φύσι του, και απ’ αυτά χρησιμοποιήσαμε ωρισμένα μόνο. Και επί τη βάσει αυτών σαφώς αποδείχθηκε, ότι το Πνεύμα το Άγιο δεν είνε απλώς δύναμις, πράγμα νεκρό και ασυνείδητο, όπως ισχυρίζονται οι Πνεύματομάχοι, αλλ’ είνε πρόσωπο, ον λογικό και συ­νειδητό με όλα τα γνωρίσματα του προ­σώπου, και μάλιστα πρόσωπο ύψιστο, πρό­σωπο της Θεότητος, ο ένας της Τριάδος.
Προς απόδειξιν της προσωπικότητος και της θεότητος του Αγίου Πνεύματος πα­ραθέσαμε και χωρία, όπου ρητώς το Άγιο Πνεύμα ονομάζεται Θεός, Δεσπότης και Κύριος, και μάλιστα Κύριος με την έννοια Γιαχβέ.

Λυπείται κανείς βαθύτατα, διότι υπάρχουν και Ορθόδοξοι χριστιανοί, οι οποίοι δεν γνωρίζουν τι είνε ο Παράκλητος το Πνεύμα το Άγιο. Ανάγκη να γίνωνται όχι μόνον ηθικολογικά, αλλά και θεολογικά κηρύγματα και μαθήματα, για ν’ αποκτούν οι άνθρωποι την πρώτη, την ανώτερη και αναγκαιότερη γνώσι, τη θεογνωσία. Τι είνε όλες οι γνώσεις του κόσμου μπροστά στη θεογνωσία; Τι να κάνωμε όλες τις γνώσεις του κόσμου, εάν λείπη η θεογνωσία; Μή­πως δύνανται οι γνώσεις του κόσμου να μας δώσουν ζωή αιώνια;
Απευθυνόμενος προς τον Γιαχβέ ο Ψαλμωδός προσφωνεί:Ο Θεός μουκαιο Κύ­ριός μου(Ψαλμ. 34 [35]: 23). Απευθυνό­μενος προς τον Χριστό ο Θωμάς αναφωνεί:Ο Κύριός μουκαιο Θεός μου( Ιωάν. 20: 28). Αλλ’ ό,τι ισχύει για τον Γιαχβέ και για τον Χριστό, αυτό ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα. Αν κανείς ερωτήση τον πι­στό, Τι είνε το Άγιο Πνεύμα;, ο πιστός ας αισθανθή την κυριότητα και την θεότη­τα του Αγίου Πνεύματος, ας πλημμυρισθή από αισθήματα αγάπης και λατρείας προς τον Παράκλητο, ας υψώση τη φωνή του και ας αναφωνήση:Το Άγιο Πνεύμα εινε ο Κύ­ριός μου και ο Θεός μου.

Γιατί ήλθε το Πνεύμα το Άγιο; Ο Χρι­στός είχε πει: Συμφέρει να απέλθω εγώ, για να στείλω σε σάς τον Παράκλητο (Ιωάν. 16:7). Ο Παράκλητος ήλθε για το συμ­φέρον μας. Όχι για μικρό συμφέρον, αλλά για το μεγάλο και αληθινό συμφέρον μας, για την αιώνια σωτηρία και δόξα μας.
Ο Χριστός με το έργο του, και ιδίως με τη σταυρική θυσία του, εξασφάλισε για μας σωτηρία και δόξα στους απεράντους αιώνες. Αυτή δε τη σωτηρία και δόξα το Πνεύμα το Άγιο ήλθε να μας βοηθήση για να την προσοικειωθούμε, για να την προσλάβωμε δηλαδή και να την κάνωμε προ­σωπικό μας κτήμα. Αυτός συντόμως, συντομώτατα, είνε ο σκοπός του ερχομού του Αγίου Πνεύματος. Αναλύουμε το σκοπό:
Ο Χριστός, ο σαρκωμένος Θεός, με το αίμα του απέκτησε την Εκκλησία, όπου συντελείται η σωτηρία. Η Εκκλησία είνε σώμα, σώμα Χριστού ηθικό, μυστικό. Και όπως το σάρκινο σώμα του ανθρώπου εμψυχώνεται με το Πνεύμα, έτσι και το ηθικό και μυστικό σώμα του Χριστού, η Εκκλησία, εμψυχώθηκε με το Πνεύμα το Άγιο. Εν σώμα και εν Πνεύμα, λέγει ο Απόστολος (Εφεσ. 4:4), αναφερόμενος στο σώμα -Εκκλησία και στο Άγιο Πνεύμα, που ήλθε στην Εκκλησία και έμψύχωσε την Εκκλησία και την έκανε ζωντανό οργανισμό.

Το Άγιο Πνεύμα παραμένει στην Εκκλη­σία αιωνίως και την οδηγεί εις πάσαν την αλήθειαν (Ιωάν. 16:13), σ’ όλη την αποκαλυφθείσα και αναγκαία για τη σωτηρία μας αλήθεια, και κάνει την Εκκλησία στύλον και εδραίωμα της αληθείας (Α' Τιμ. 3:15). Το άτομο δύναται να πλανηθή σε ζητήματα πίστεως, και γι’ αυτό το αλάθητο του Πάπα καταδικάζεται ως αίρεσις. Η Εκκλησία όμως, σύνολο πιστών, δεν είνε δυνατό να πλανηθή στα ζητήματα της πίστεως. Το Πνεύμα το Άγιο έχει εγγράψει στη συνείδησι της Εκκλησίας τις αλήθειες της πίστεως και η έγγραφή είνε ανεξίτηλη, ανεξάλειπτη.

Το Πνεύμα το Άγιο τελεί τα μυστήρια της Εκκλησίας, με τα οποία αγιάζονται οι πιστοί.
Το Πνεύμα το Άγιο χορηγεί χαρίσματα και αναδεικνύει χαρισματούχους και θαυ­ματουργούς. Πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον.

Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει. Φώτισε τους Αποστόλους και τους ανέδειξε σοφωτέρους όλων των σοφών όλων των αιώνων. Απτή απόδειξις της υπέρτερης σοφίας των αγίων Αποστόλων είνε το Ευαγγέλιο, το χρυσό, το ολόχρυσο σε νοήματα βιβλίο. Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει κάθε πιστό, για να γνωρίζη την αλήθεια, να καταλαβαίνη το σωστό, να λέγη το σωστό και να βαδίζη το δρόμο του Θεού. Το Πνεύμα το Άγιο φωτίζει και τον άπιστο, αφαιρεί από τα μά­τια της ψυχής του το κάλυμμα, το τυφλοπάνι, ελευθερώνει τα μάτια και έτσι ο άπι­στος βλέπει την αλήθεια. Για τον άπιστο Ιουδαίο ο Απόστολος γράφει:Ηνίκα δ’ αν επιστρέψη προς Κύριον, περιαιρείται το κάλυμμα. Ο δε Κύριος το Πνευμά έστιν(Β' Κορ. 3:16-17). Όταν δηλαδή ο άπιστος Ιουδαίος (επι)στρέψη προς τον Κύριο, αφαιρείται το κάλυμμα, το τυφλοπάνι, και ελευθερώνονται τα μάτια της ψυχής και βλέπουν την αλήθεια. Ο δε Κύ­ριος σ’ αυτή την περίπτωσι είνε το Πνεύμα, ο Παράκλητος.

Το Πνεύμα το Άγιο δίνει δύναμι. Ο Χρι­στός είπε στους μαθητάς του να μη βγουν από την Ιερουσαλήμ, έως ότου περιβληθούν δύναμιν εξ ύψους (Λουκ. 24:49). Αδύνατοι και δειλοί οι μαθηταί προ της Πεντηκοστής. Αλλ’ από την Πεντηκοστή και έπειτα λέοντες πυρ πνέοντες! Κήρυ­ξαν με παρρησία σ’ όλη τη γνωστή τότε οικουμένη, και αντιμετώπισαν όλους τους διώκτες και ισχυρούς της γης και βασανι­στήρια και θάνατο σαν να ήταν αθύρματα, παιγνίδια! Γιατί; Γιατί είχαν τη δύναμι του Αγίου Πνεύματος. Και εκατομμύρια μάρ­τυρες με τη δύναμι του Παρακλήτου αντιμετώπισαν τα μαρτύρια σαν να μη συνέβαιναν στο σώμα τους, αλλά στη σκιά του σώματός τους!

Το Πνεύμα το Άγιο νύσσει και κατανύσσει τις καρδιές και προκαλεί μετάνοια και επιστροφή. Την ημέρα της Πεντηκοστής με ένα κήρυγμα ήλθαν σε κατάνυξι και με­τάνοια τρεις χιλιάδες ψυχές. Το Πνεύμα το Άγιο κάνει τις λίθινες καρδιές σάρκι­νες, ευαίσθητες, πιστές.
Το Πνεύμα το Άγιο διδάσκει πως να προσευχώμεθα. Εμπνέει και φωτίζει τον πιστό κατά την ώρα της προσευχής, θερμαίνει την καρδιά του, προκαλεί σ’ αυτή στενα­γμούς αλαλήτους, κάνει την καρδιά του να αισθάνεται τον Θεό ως Πατέρα και να κράζη προς αυτόν: Αββά, Πατέρα!

Το Πνεύμα το Άγιο δυναμώνει τον πιστό για να πολεμή τον Διάβολο, τον κόσμο τον άκοσμο με τις αμαρτωλές προκλήσεις, και τα ιδικά του πάθη. Το Πνεύμα το Άγιο δυ­ναμώνει τον πιστό για να εκτελή το θέλη­μα και τις εντολές του Κυρίου. Το Πνεύμα το Άγιο βοηθεί, για να γίνη ο σαρκικός άνθρωπος Πνευματικός. Το Πνεύμα το Άγιο έρχεται και κατοικεί μέσα στην καρ­διά του πιστού ανθρώπου, και έτσι ο άνθρωπος γίνεται όχι απλώς Πνευματικός, αλλά Πνευματοφόρος! Αλλ’ όπου το Πνεύμα το Άγιο, εκεί και ο Θεός Πατήρ και ο Χριστός. Και έτσι ο πιστός άνθρωπος γί­νεται και Πνευματοφόρος και Χριστοφόρος και Θεοφόρος!


Ο Χριστός θυσιάστηκε για να μπορούμε να λάβωμε Πνεύμα Άγιο και δυνάμει του Αγίου Πνεύματος ν’ αποκτήσωμε τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να παραλάβω- με βασιλεία ασάλευτη, την ευλογημένη βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και να συμβασιλεύωμε με τον εν Τριάδι Θεό μας στους απεράντους αιώνες και της βασιλείας μας να μην υπάρχη τέλος.

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Οικουμενισμος

                        

Πρόλογος

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ μας είναι από τη φύση της καθολική και ασφαλώς οικουμενική (παγκόσμια). Έχει ανοιχτή την αγκαλιά της σ' όλους τους ανθρώπους, κάθε φυλής και εποχής, και τους καλεί να έρθουν κοντά της. Ό Χριστός, που είναι ή κεφαλή της, απευθύνει διαχρονικά στον κόσμο το «δεύτε προς με πάντες», ενώ παράλληλα στέλνει τους μαθητές Του να διδάξουν το Ευαγγέλιο της σωτηρίας «εις πάντα τα έθνη».
Αυτή τη συστατική και φυσική ιδιότητα της Εκκλησίας, την οικουμενικότητα-παγκοσμιότητα, τη διεκδικούν σήμερα δυο κινήματα, που εκφράζουν το πνεύμα της εποχής: ό Οικουμενισμός και ή Παγκοσμιοποίηση.
Ή Παγκοσμιοποίηση προωθείται από ισχυρές πολιτικοοικονομικές δυνάμεις και προβάλλει το μοντέλο μιας ενοποιημένης ανθρωπότητας, ενώ ό Οικουμενισμός δραστηριοποιείται στον θρησκευτικό χώρο, επιδιώκοντας την εκπλήρωση του οράματος ενός ενωμένου Χριστιανισμού και στοχεύοντας τελικά σε μια οικουμενική θρησκεία, μια Πανθρησκεία. Στο τεύχος τούτο επιχειρούμε να σκιαγραφήσουμε το κίνημα του Οικουμενισμού —στο οποίο συμμετέχει και ή Ορθοδοξία-, επειδή αυτό παραμένει άγνωστο στο ευρύτερο πλήρωμα της Εκκλησίας μας και επειδή οι εξελίξεις στους κόλπους του προκαλούν ανησυχία και προβληματισμό.
Ίσως ν' ακούγεται περίεργα, αλλά είναι γεγονός ότι σήμερα ό Οικουμενισμός απειλεί την οικουμενικότητα της Εκκλησίας μας, γιατί διολισθαίνει όλο και περισσότερο σε συμβιβαστικές-συγκρητιστικές τακτικές, που αναιρούν θεμελιώδεις αρχές της ορθοδόξου πίστεως. Και, ας μην το λησμονούμε, ή ορθή πίστη είναι ή πρώτη και κύρια προϋπόθεση της σωτηρίας του ανθρώπου, σύμφωνα με τη θεόπνευστη αγιοπατερική απόφανση: «Όστις βούλεται σωθήναι, προ πάντων χρή αυτώ την καθολική κρατήσαι πίστιν, ην ει μη τις σώαν και άμωμον τηρήσειεν, άνευ δισταγμού, εις τον αιώνα απολείται» (Σύμβολο της Πίστεως αγίου Αθανασίου Αλεξανδρείας) .
Έτσι, λοιπόν, αν το σωτήριο μήνυμα της Ορθοδοξίας μας χαθεί ανάμεσα στα πλάνα μηνύματα των ετεροδόξων και των αλλοθρήσκων, για χάρη ενός ουτοπικού οικουμενιστικού οράματος, τότε θα χαθεί και η ελπίδα του κόσμου.

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ


Ο Οικουμενισμός

Τι είναι ό Οικουμενισμός.
Ο Οικουμενισμός είναι μια κίνηση, που διακηρύσσει ότι έχει ως σκοπό την ενότητα του διαιρεμένου χριστιανικού κόσμου (Ορθοδόξων, Παπικών, Προτεσταντών, κ.ά.). Ή ιδέα της ενότητας συγκινεί κάθε ευαίσθητη χριστιανική ψυχή και ανταποκρίνεται στους μύχιους πόθους της. Την ιδέα αυτή οικειοποιείται και ό Οικουμενισμός. Άλλα το ενωτικό του όραμα, όραμα κατεξοχήν πνευματικό, το στηρίζει κυρίως πάνω στις ανθρώπινες προσπάθειες και όχι στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Μόνο το Άγιο Πνεύμα μπορεί, όταν συναντήσει την ανθρώπινη μετάνοια και ταπείνωση, να κάνει αυτό το όραμα πραγματικότητα.
Ή ποθητή ενότητα, αν και όταν συμβεί, δεν θα είναι παρά ένα θαύμα του Θεού.

Πότε εμφανίστηκε.
Οι ρίζες του Οικουμενισμού πρέπει ν' αναζητηθούν στον προτεσταντικό χώρο, στα μέσα του 19ου αί. Τότε κάποιες χριστιανικές Ομολογίες, βλέποντας τον κόσμο να φεύγει από κοντά τους λόγω της αυξανόμενης θρησκευτικής αδιαφορίας και των οργανωμένων αντιθρησκευτικών κινημάτων, αναγκάστηκαν σε μια συσπείρωση και συνεργασία.
Αυτή ή ενωτική δραστηριότητα τους έλαβε οργανωμένη πλέον μορφή, ως Οικουμενική Κίνηση, τον 20ό αι., και κυρίως το 1948, με την ίδρυση στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.), που εδρεύει στη Γενεύη.
Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι το Π.Σ.Ε. δεν θα μπορούσε ποτέ να πάρει "οικουμενικό" χαρακτήρα, αλλά θα παρέμενε απλά μια ενδοπροτεσταντική υπόθεση, αν δεν συμμετείχαν και κάποιες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Οι Ρωμαιοκαθολικοί αρνήθηκαν να συμμετάσχουν. Αργότερα όμως, χωρίς να ενταχθούν στο Π.Σ.Ε., μπήκαν κι αυτοί στην Οικουμενική Κίνηση. Με σχετικό διάταγμα της Β' Βατικανής Συνόδου (1964), εγκαινίασαν έναν δικό τους Οικουμενισμό που στοχεύει στην ένωση όλων των Χριστιανών κάτω από την παπική εξουσία.

Ή συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική Κίνηση.
Πρέπει να ομολογήσουμε ότι σημαντική ώθηση στη δημιουργία της Οικουμενικής Κινήσεως έδωσε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ιδιαίτερα μάλιστα με το Διάγγελμα του 1920, που, όπως αποδείχθηκε, αποτέλεσε τη βάση και τον "Καταστατικό Χάρτη" της συμμετοχής των Ορθοδόξων στην Οικουμενική Κίνηση.
Το Διάγγελμα αυτό ήταν κάτι το πρωτόγνωρο στην ιστορία της Εκκλησίας, επειδή για πρώτη φορά επίσημο ορθόδοξο κείμενο χαρακτήριζε όλες τις ετερόδοξες Κοινότητες της Δύσεως "Εκκλησίες", «ως συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και συγκληρονόμους και σύσσωμους της επαγγελίας του Θεού». Έτσι ανέτρεπε την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Και για να μην αναφερθούμε σε παλαιότερες εποχές, φτάνει να θυμηθούμε ότι λίγα χρόνια νωρίτερα (1895) το ίδιο Πατριαρχείο, σε εγκύκλιο του τοποθετούσε τον Παπισμό εκτός Εκκλησίας, επειδή εισήγαγε «αιρετικός διδασκαλίας και καινοτομίας». Για αυτό και καλούσε τους Δυτικούς Χριστιανούς να επιστρέψουν στους κόλπους της μιας Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθοδοξίας.
Το Διάγγελμα του 1920 έχοντας ως πρότυπο τη διακρατική «Κοινωνία των Εθνών», πρότεινε τη σύμπηξη μιας «συνάφειας και κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών», με κυριότερους στόχους α) την επανεξέταση των δογματικών διαφορών με συμβιβαστική διάθεση, β) την παραδοχή ενιαίου ημερολογίου (ή μερική εφαρμογή του οποίου επέφερε, δυστυχώς, ενδοορθόδοξο εορτολογικό διχασμό), και γ) τη συγκρότηση παγχριστιανικών συνεδρίων.
Έκτος από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όλες σχεδόν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες ζήτησαν σταδιακά να γίνουν, και έγιναν, δεκτές ως μέλη του Π.Σ.Ε. Μερικές, ωστόσο, αναγκάστηκαν αργότερα ν' αναδιπλωθούν και ν' αποχωρήσουν, καθώς αφενός παρακολουθούσαν με απογοήτευση τον εκφυλισμό του και αφετέρου πιέζονταν από τις έντονες αντιοικουμενιστικές αντιδράσεις του ποιμνίου τους. Εύλογο πρόβαλλε το ερώτημα: Πώς, άραγε, μπορεί ή Ορθοδοξία να είναι ενταγμένη ως "μέλος" σε "κάτι", τη στιγμή που ή ίδια είναι το "όλον", το Σώμα του Χρίστου, και που καλεί όλους να γίνουν μέλη Του;
Ή παρουσία, άλλωστε, των Ορθοδόξων Εκκλησιών στις Συνελεύσεις του Π.Σ.Ε., λόγω του τρόπου συγκροτήσεως και λειτουργίας του, ήταν πάντα ισχνή, ατελέσφορη και διακοσμητική. Οι αποφάσεις του διαμορφώνονταν αποκλειστικά από την ποσοτική υπεροχή των προτεσταντικών ψήφων. Βέβαια, μέχρι το 1961, οι Ορθόδοξοι στις Γενικές Συνελεύσεις κατέθεταν ιδιαίτερες δηλώσεις -μερικές αποτελούν μνημειώδη ομολογιακά κείμενα- ως εκπρόσωποι της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
Όσον αφορά στο οικουμενιστικό άνοιγμα του Βατικανού, ή ανταπόκριση της Ορθοδοξίας υπήρξε θετική, με κύριο εκφραστή της τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα. Ό Πατριάρχης συναντήθηκε με τον πάπα Παύλο ΣΤ' στα Ιεροσόλυμα (1964), προχώρησε μαζί του στην αμοιβαία άρση των αναθεμάτων του Σχίσματος του 1054 και υποστήριξε το "διάλογο της αγάπης", προωθώντας έτσι τους στόχους της Β' Βατικανής Συνόδου

Τα θεωρητικά "ανοίγματα" του Οικουμενισμού.

Ό Οικουμενισμός, για να υλοποιήσει τους στόχους του, αναγκάζεται να παραθεωρήσει ή και ν' αναθεωρήσει ορισμένες βασικές αρχές της Ορθοδοξίας.
Προβάλλει την αντίληψη της "Διευρυμένης Εκκλησίας", σύμφωνα με την οποία ή Εκκλησία είναι μία και περιλαμβάνει τους Χριστιανούς κάθε Ομολογίας, από τη στιγμή που δέχτηκαν το βάπτισμα. Έτσι όλες οι χριστιανικές Ομολογίες είναι μεταξύ τους "Αδελφές Εκκλησίες".
Μέσα στο ίδιο πνεύμα κινείται και ή ιδέα της "Παγκόσμιας ορατής Εκκλησίας": Ή Εκκλησία που υφίσταται τάχα "αόρατα" και απαρτίζεται απ' όλους τους Χριστιανούς, θα φανερωθεί και στην ορατή της διάσταση με τις κοινές ενωτικές προσπάθειες.
Τις αντιλήψεις αυτές επηρέασε και ή προτεσταντική Θεωρία των κλάδων, σύμφωνα με την οποία ή Εκκλησία είναι ένα "δένδρο" με "κλαδιά" όλες τις χριστιανικές Ομολογίες, καθεμιά από τις οποίες κατέχει ένα μόνο μέρος της αλήθειας.
Ας προστεθεί επίσης και ή θεωρία των "δύο πνευμόνων", που αναπτύχθηκε μεταξύ ορθοδόξων οικουμενιστών και Παπικών. Σύμφωνα μ' αυτήν Ορθοδοξία και Παπισμός είναι οι δύο πνεύμονες, με τους οποίους αναπνέει ή Εκκλησία. Για ν' αρχίσει τάχα ν' αναπνέει ορθά και πάλι, θα πρέπει οι δύο πνεύμονες να συγχρονίσουν την αναπνοή τους.
Τέλος, στις μεθόδους, που χρησιμοποιεί ό Οικουμενισμός για την προσέγγιση των Χριστιανών, περιλαμβάνεται και ό δογματικός μινιμαλισμός. Πρόκειται για προσπάθεια να συρρικνωθούν τα δόγματα στα πιο αναγκαία, σ' ένα "μίνιμουμ" (=ελάχιστο), προκειμένου να υπερπηδηθούν οι δογματικές διαφορές μεταξύ των Ομολογιών. Το αποτέλεσμα όμως είναι ή παραθεώρηση του δόγματος, ό υποβιβασμός και ή ελαχιστοποίηση της σημασίας του. «Ας ενωθούν», λένε, «οι Χριστιανοί, και τα δόγματα τα συζητούν αργότερα ο! θεολόγοι»! Με τη μέθοδο βέβαια του δογματικού μινιμαλισμού είναι ίσως εύκολο να ενωθούν οι Χριστιανοί. Οι τέτοιοι "Χριστιανοί" όμως μπορεί να είναι "Ορθόδοξοι, δηλαδή αληθινά Χριστιανοί;

Η ορθόδοξη αντίληψη για την Εκκλησία.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, Εκκλησία και Ορθοδοξία ταυτίζονται. Ή Εκκλησία είναι οπωσδήποτε Ορθόδοξη και ή Ορθοδοξία είναι ή Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού. Και επειδή ό Χριστός είναι ένας, άρα και ή Εκκλησία είναι μία. Γι` αυτό ποτέ δεν νοείται διαίρεση στην Εκκλησία. Μόνο χωρισμό από την Εκκλησία έχουμε. Σε συγκεκριμένες δηλαδή ιστορικές στιγμές οι αιρετικοί και οι σχισματικοί αποκόπηκαν απ' αυτήν, κι έτσι έπαψαν να είναι μέλη της.
Ή Εκκλησία κατέχει το πλήρωμα της αλήθειας, όχι μιας αφηρημένης αλήθειας, αλλά ενός τρόπου ζωής που σώζει τον άνθρωπο από το θάνατο και τον κάνει "κατά χάριν Θεό". "Αντίθετα, ή αίρεση αποτελεί ολική ή μερική άρνηση της αλήθειας, ένα κομμάτιασμά της, που έτσι παίρνει το χαρακτήρα και την παθολογία μιας ιδεολογίας. Χωρίζει τον άνθρωπο από τον τρόπο υπάρξεως που έδωσε ό Θεός στην Εκκλησία Του και τον θανατώνει πνευματικά.
Τα δόγματα επίσης, τα οποία περικλείουν τις υπερβατικές αλήθειες της πίστεως μας, δεν είναι αφηρημένες έννοιες και διανοητικές συλλήψεις, ούτε, πολύ περισσότερο, μεσαιωνικός σκοταδισμός ή θεολογικός σχολαστικισμός. Εκφράζουν την εμπειρία και το βίωμα της Εκκλησίας. Γι` αυτό, όταν υπάρχει διαφορά στα δόγματα, υπάρχει οπωσδήποτε και διαφορά στον τρόπο ζωής. Κι όποιος υποτιμά την ακρίβεια της πίστεως, δεν μπορεί να ζήσει την πληρότητα της εν Χριστώ ζωής.
Ό Χριστιανός πρέπει να δεχθεί όλα όσα αποκάλυψε ό Χριστός. Όχι ένα "μίνιμουμ", αλλά το σύνολο. Γιατί στην ολότητα και την ακεραιότητα της πίστεως διασώζονται ή καθολικότητα και ή ορθοδοξία της Εκκλησίας Έτσι εξηγούνται οι μέχρις αίματος αγώνες των αγίων Πατέρων για τη διαφύλαξη της πίστεως της Εκκλησίας, καθώς και ή μεριμνά τους για τη διατύπωση, με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, των "όρων" των Οικουμενικών Συνόδων. Οι "όροι" αυτοί δεν σημαίνουν τίποτε άλλο παρά τα όρια, τα σύνορα της αλήθειας, για να μπορούν οι πιστοί να διακρίνουν την Εκκλησία, ως Ορθοδοξία, από την αίρεση.
Οι ετερόδοξοι, με το να αρνηθούν την πληρότητα τής αλήθειας, χωρίστηκαν από την Εκκλησία. Γι` αυτό και είναι αιρετικοί. Επομένως στερούνται την αγιαστική χάρη του Αγίου Πνεύματος, και τα "Μυστήρια" τους είναι άκυρα, Το βάπτισμα λοιπόν, που τελούν, δεν μπορεί να τους εισαγάγει στην Εκκλησία του Χριστού.
«Τους γαρ παρά των αιρετικών βαπτισθέντας ή χειροτονηθέντας ούτε πιστούς ούτε κληρικούς είναι δυνατόν», μας λέει ό ΞΗ' κανόνας των Αγίων Αποστόλων. Και ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης συμπληρώνει: «Όλων των αιρετικών το βάπτισμα είναι ασεβές και βλάσφημοι και ουδεμία κοινωνία έχει προς το των Ορθοδόξων».

Τι μας λένε όμως οι ορθόδοξοι οικουμενιστές;

Ορθόδοξος ιεράρχης διακήρυσσε ότι «το Άγιο Πνεύμα επενεργεί σε κάθε χριστιανικό βάπτισμα» και ότι ό αναβαπτισμός των ετεροδόξων Χριστιανών από τους Ορθοδόξους εμπνέεται από «στενοκεφαλιά, φανατισμό και μισαλλοδοξία... Είναι μια αδικία κατά του χριστιανικού Βαπτίσματος και πραγματικά μία βλασφημία του Αγίου Πνεύματος»!
Άλλος ιεράρχης δήλωσε απευθυνόμενος σε ετεροδόξους: «Είμεθα όλοι μέλη Χριστού, ένα και μοναδικό σώμα, μια και μοναδική "καινή κτίσης" έφ' όσον το κοινό μας βάπτισμα μας ελευθέρωσε από τον θάνατο».
Ή οικουμενιστική εκκλησιολογία εκφράστηκε από επίσημα ορθόδοξα χείλη και ως έξης: «Οφείλομε να είμεθα έτοιμοι να αναζητήσομε και να αναγνωρίσομε την παρουσία της Εκκλησίας και εκτός των ιδικών μας κανονικών ορίων, προς τα οποία ταυτίζομε την μίαν, αγίαν, καθολική και αποστολικήν Εκκλησίαν».
Άλλα υπάρχουν και τολμηρότεροι, που οραματίζονται την "επανίδρυση" της Εκκλησίας διαμέσου της ενώσεως όλων των Χριστιανών: Ορθόδοξος ιεράρχης διατείνεται ότι «έχουμε ανάγκη ενός νέου Χριστιανισμού, που θα βασίζεται εξ ολοκλήρου σε νέες αντιλήψεις και όρους. Δεν μπορούμε να διδάξουμε το είδος της θρησκείας που παραλάβαμε στις ερχόμενες γενιές».

Οι διάλογοι.

Ο Οικουμενισμός, για να προωθήσει τα σχέδια του, χρησιμοποιεί πολλά μέσα. Το βασικότερο είναι οι διάλογοι.
Κανείς δεν αγνοεί ότι ή Ορθόδοξη Εκκλησία από τη φύση της είναι ανοιχτή στο διάλογο. Ο Θεός πάντοτε διαλέγεται με τον άνθρωπο και οι Άγιοι της Εκκλησίας δεν αρνήθηκαν ποτέ τη διαλεκτική επικοινωνία τους με τον κόσμο.
Οι Άγιοι, έχοντας αυτοσυνειδησία της κοινωνίας τους με το Θεό, προσπαθούσαν με το διάλογο να μεταδώσουν την εμπειρία της αλήθειας που βίωναν. Γι` αυτούς ή αλήθεια δεν ήταν αντικείμενο έρευνας. Δεν την αναζητούσαν, δεν την διαπραγματεύονταν απλά την πρόσφεραν. Αν Ο διάλογος δεν οδηγούσε τους ετερόδοξους στην απόρριψη της πλάνης τους και στην αποδοχή της ορθοδόξου πίστεως, δεν τον συνέχιζαν.
Δυο χρόνια διαλεγόταν Ο άγιος Μάρκος Ο Ευγενικός με τους Παπικούς στη Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Βλέποντας όμως την υπεροψία, την αδιαλλαξία και την εμμονή τους στην πλάνη, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους, προτρέποντας μάλιστα τους ορθόδοξους πιστούς:
«Ν' αποφεύγετε τους Παπικούς, όπως αποφεύγει κανείς το φίδι».
Θεολογικό διάλογο είχε αρχίσει και Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας Β' Ο Τρανός με τους προτεστάντες θεολόγους της Τυβίγγης (1579). Όταν διαπίστωσε όμως ότι Ο διάλογος δεν απέφερε κανέναν καρπό, τον διέκοψε. «Σάς παρακαλούμε», τους έγραφε, «μη μας κουράζετε άλλο... Ας πορευθείτε τον δικό σας δρόμο. Αν θέλετε, μπορείτε να μας γράφετε, αλλά όχι πλέον για δόγματα πίστεως».

Οι διάλογοι του Οικουμενισμού.

Οι σύγχρονοι οικουμενιστικοί διάλογοι διαφέρουν ριζικά από τους διάλογους των Αγίων, γιατί διεξάγονται με βάση τις αρχές της διευρυμένης Εκκλησίας και του δογματικού μινιμαλισμού. Γι` αυτό είναι ανορθόδοξοι και άκαρποι. Απόδειξη, ότι στα εκατό σχεδόν χρόνια της διεξαγωγής τους δεν έχουν προσφέρει τίποτε το αξιόλογο στην ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Αντίθετα μάλιστα, κατάφεραν να διχάσουν τους Ορθοδόξους!

Τα κυριότερα σημεία της παθολογίας των σημερινών διαλόγων είναι τα εξής:

Α'. Έλλειψη ορθόδοξης ομολογίας.
Στους διάλογους ορισμένοι Ορθόδοξοι δεν εκφράζουν την ακράδαντη πεποίθηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι αυτή αποτελεί τη μία και μοναδική Εκκλησία του Χριστού πάνω στη γη. Δεν προβάλλουν, επίσης, την αγιασμένη παράδοση και την πνευματική εμπειρία της Ορθοδοξίας, που διαφέρουν από τις παραδόσεις και τις εμπειρίες του δυτικού Χριστιανισμού. Μόνο μια τέτοια ομολογιακή στάση θα μπορούσε να καταξιώσει και να κάνει γόνιμη την ορθόδοξη παρουσία στους διάλογους.

Β'. Έλλειψη ειλικρίνειας.
Το έλλειμμα της ορθόδοξης μαρτυρίας, σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη ανειλικρίνεια των ετεροδόξων, δυσχεραίνει περισσότερο τον διαχριστιανικό διάλογο και τον καθιστά αναποτελεσματικό. Γι` αυτό πολλές φορές είτε παρατηρούνται αμοιβαίες επιφανειακές υποχωρήσεις είτε χρησιμοποιείται διφορούμενη γλώσσα και ορολογία, προκειμένου να συγκαλύπτονται οι διαφορές.
Αν πρώτα-πρώτα οι Ρωμαιοκαθολικοί ήταν ειλικρινείς, θα έπρεπε να δηλώσουν με σαφήνεια στους οικουμενιστικούς κύκλους αυτό που τονίζουν στους δικούς τους πιστούς• την αδιάλλακτη δηλαδή προσήλωση τους στο παπικό πρωτείο και αλάθητο. Έτσι, βέβαια, θα φαινόταν ξεκάθαρα και το πώς οραματίζονται την ενότητα των Χριστιανών: όχι ως ενότητα πίστεως αλλά ως υποταγή όλων κάτω από την παπική εξουσία. Επιπλέον θα επιβεβαιωνόταν ή διαπίστωση ότι ό παπικός θεσμός αφενός αποτελεί την τραγικότερη αλλοίωση του Ευαγγελίου του Χριστού και αφετέρου χρησιμοποιεί τους διάλογους για την εξυπηρέτηση και μόνο της επεκτατικής του πολιτικής.
Κύρια έκφραση της ανειλικρίνειας των Παπικών αποτελεί ή διατήρηση και ή ενίσχυση της Ουνίας. Πρόκειται για έναν ύπουλο θεσμό, τον οποίο ο Παπισμός χρησιμοποίησε και εξακολουθεί να χρησιμοποιεί ως ενωτικό μοντέλο, παρ' όλες τις έντονες διαμαρτυρίες των Ορθοδόξων και παρά το ότι αυτός σήμερα αποτελεί το βασικότερο εμπόδιο στους διμερείς διάλογους.
Αν πάλι οι ποικιλώνυμοι Διαμαρτυρόμενοι ήταν ειλικρινείς, θα έπρεπε να δηλώσουν με ευθύτητα ότι δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να υποχωρήσουν από τις βασικές προτεσταντικές τους αρχές και ότι άλλες, τελικά, είναι οι αιτίες που τους αναγκάζουν να έρχονται σε διάλογο. Αυτό, άλλωστε, φανερώνει και ο κατήφορος που έχουν πάρει οι "Εκκλησίες" τους (ιεροσύνη γυναικών, γάμοι ομοφυλοφίλων κ.ά.).

Γ'. Υπερτονισμός της αγάπης.
Επειδή ή ανειλικρίνεια και οι ιδιοτελείς σκοπιμότητες δηλητηρίασαν τους διάλογους, που κατάντησαν σε ατέρμονες και άκαρπες θεολογικές συζητήσεις, επιχειρήθηκε μια στροφή. Οι διάλογοι τώρα ονομάστηκαν "διάλογοι αγάπης" τόσο για λόγους εντυπώσεων όσο και για να παρακαμφθεί ο σκόπελος των δογματικών διενέξεων. «Ή αγάπη προέχει», τονίζουν. «Ή αγάπη επιβάλλει να ενωθούμε, έστω κι αν υπάρχουν δογματικές διαφορές».
Γι' αυτό και ή πρακτική στους σημερινούς διάλογους είναι να μη συζητούνται αυτά που χωρίζουν, αλλά αυτά που ενώνουν, ώστε να δημιουργείται μια ψευδαίσθηση ενότητας και κοινής πίστεως. στις Οικουμενικές Συνόδους όμως οι Πατέρες συζητούσαν πάντοτε αυτά που χώριζαν. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα σε οποιονδήποτε διάλογο μεταξύ πλευρών που έχουν διαφορές: Συζητούνται αυτά που χωρίζουν- γι' αυτό εξάλλου γίνεται ο διάλογος- και όχι αυτά που ενώνουν.
Για μας τους Ορθοδόξους ή Αγάπη και ή Αλήθεια είναι έννοιες αδιάσπαστες. Διάλογος αγάπης χωρίς την αλήθεια είναι ψεύτικος και αφύσικος διάλογος. Ενώ διάλογος αγάπης "εν αλήθεια" σημαίνει: Διαλέγομαι με τους ετεροδόξους από αγάπη, για να τους επισημάνω που βρίσκονται τα λάθη τους και πώς θα οδηγηθούν στην αλήθεια. Εάν πραγματικά τους αγαπώ, πρέπει να τους πω την αλήθεια, όσο κι αν αυτό είναι δύσκολο ή οδυνηρό.

Δ. Άμβλυνση ορθοδόξων κριτηρίων.
Στην παθολογία των διαλόγων ανήκει και ή άμβλυνση των ορθοδόξων θεολογικών κριτηρίων, που προκύπτει από την καλλιέργεια μιας "οικουμενικής αβροφροσύνης", προσωπικών σχέσεων και φιλίας ανάμεσα στους ετερόδοξους θεολόγους. Ή πίστη θεωρείται όχι ή αλήθεια, που σώζει, αλλά ένα σύνολο θεωρητικών αληθειών, που επιδέχονται συμβιβασμούς.
Ισχυρίζονται οι ορθόδοξοι οικουμενιστές: "Διάλογο κάνουμε, δεν αλλάζουμε την πίστη μας!". Και ασφαλώς ό διάλογος, ως "αγαπητική έξοδος" προς τον άλλον, είναι θεάρεστος. Ο οικουμενιστικός όμως διάλογος, όπως διεξάγεται σήμερα, δεν είναι συνάντηση στην αλήθεια, αλλά είναι "αμοιβαία αναγνώριση". Αυτό σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε τις ετερόδοξες Κοινότητες ως Εκκλησίες, ότι αποδεχόμαστε πώς οι δογματικές διαφορές τους αποτελούν "νόμιμες εκφράσεις" της ίδιας πίστεως. "Έτσι όμως πέφτουμε στην παγίδα του δογματικού συγκρητισμού: Τοποθετούμε στο ίδιο
επίπεδο την αλήθεια με την πλάνη, εξισώνουμε το φως με το σκοτάδι.

Ε'. Συμπροσευχές.
Οι ορθόδοξοι οικουμενιστές, με την άμβλυνση των θεολογικών τους κριτηρίων, είναι πολύ φυσικό να συμμετέχουν χωρίς αναστολές σε κοινές με τους ετερόδοξους λατρευτικές εκδηλώσεις και συμπροσευχές, που πραγματοποιούνται συχνά στα πλαίσια των διαχριστιανικών συναντήσεων. Γνωρίζουν ότι με τον οικουμενιστικό αυτό συμπνευματισμό δημιουργείται το κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, που απαιτείται για την προώθηση της ενωτικής προσπάθειας.
Οι ιεροί Κανόνες όμως της Εκκλησίας μας απαγορεύουν αυστηρά τις συμπροσευχές με τους ετερόδοξους. Γιατί οι ετερόδοξοι δεν έχουν την ίδια πίστη μ' εμάς. Πιστεύουν σ' έναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Γι' αυτό και ό άγιος Ιωάννης ό Δαμασκηνός τους αποκαλεί απίστους: «Ό μη κατά την παράδοσιν της Καθολικής Εκκλησίας πιστεύων άπιστος εστίν».
Η συμπροσευχή λοιπόν απαγορεύεται, επειδή δηλώνει συμμετοχή στην πίστη του συμπροσευχομένου και δίνει σ' αυτόν την ψευδαίσθηση ότι δεν βρίσκεται στην πλάνη, οπότε δεν χρειάζεται να επιστρέψει στην αλήθεια.

Στ. Διακοινωνία
Αν οι ιεροί Κανόνες απαγορεύουν τις συμπροσευχές με τους αιρετικούς, πολύ περισσότερο αποκλείουν τη συμμετοχή μας στα "Μυστήρια" τους. Και στο σημείο αυτό όμως οι Ορθόδοξοι δεν φανήκαμε συνεπείς.
Η Β' Βατικανή Σύνοδος, μέσα στα πλαίσια του οικουμενιστικού "ανοίγματος" που έκανε, πρότεινε τη Διακοινωνία με τους Ορθοδόξους: Παπικοί θα μπορούν να κοινωνούν σε ορθόδοξους ναούς και Ορθόδοξοι σε παπικούς. Με τον τρόπο αυτό τόσο οι Παπικοί όσο και οι ορθόδοξοι οικουμενιστές πιστεύουν ότι σταδιακά θα επέλθει de facto ή ένωση Παπισμού και Ορθοδοξίας, παρ' όλες τις δογματικές τους διαφορές.
Αν για τους Παπικούς μια τέτοια θέση δικαιολογείται από την αντίληψη που έχουν για την Εκκλησία και τα Μυστήρια (κτιστή χάρη κ.λπ.), για μας τους Ορθοδόξους είναι παράλογη και απαράδεκτη. Ή Εκκλησία μας ποτέ δεν θεώρησε τη θεία Ευχαριστία ως μέσο για την επίτευξη της ενότητας, αλλά πάντοτε ως σφραγίδα και επιστέγασμά της.
Άλλωστε, το κοινό Ποτήριο προϋποθέτει κοινή πίστη. Αν δηλαδή ένας Ορθόδοξος κοινωνεί σε παπικό ναό, αυτό σημαίνει ότι αποδέχεται και την παπική πίστη.

Συνεργασία σε πρακτικά θέματα.
Άλλο μέσο για την επίτευξη των σκοπών του Οικουμενισμού αποτελεί ή διαχριστιανική συνεργασία σε πρακτικούς τομείς. Οι οικουμενιστές διατείνονται ότι τα ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ηθικά, περιβαλλοντικά κ. ά.) οφείλουν να μας ενώνουν.
Η Εκκλησία, ασφαλώς, έδειχνε και δείχνει πάντα μεγάλη ευαισθησία σ` όλα τα ανθρώπινα προβλήματα, ωστόσο ή από κοινού με τους αιρετικούς αντιμετώπιση τους παρουσιάζει τα έξης μειονεκτήματα:
α) Η φωνή της Ορθοδοξίας, όταν συμφύρετε με τις άλλες χριστιανικές φωνές, χάνει τη διαύγεια της και αδυνατεί να κοινοποιήσει στον σημερινό άνθρωπο τον δικό της μοναδικό τρόπο ζωής, που είναι Θεανθρωποκεντρικός, σε αντίθεση με τον ανθρωποκεντρικό τρόπο ζωής των ετεροδόξων.
β) Η Εκκλησία υποκύπτει στον πειρασμό της εκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στο κοινωνικό της έργο κοσμικές πρακτικές των άλλων Ομολογιών, σε βάρος του σωτηριολογικού της μηνύματος. Εκείνο όμως που έχει ανάγκη ό σημερινός άνθρωπος, δεν είναι ή βελτίωση της ζωής του μέσω ενός εκκοσμικευμένου Χριστιανισμού, έστω κι αν αυτός μπορέσει να εξαλείψει όλες τις κοινωνικές πληγές, αλλά ή απελευθέρωση του από την αμαρτία και ή θέωσή του μέσα στο αληθινό Σώμα του Χριστού, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
γ) Ο ορθόδοξος πιστός, βλέποντας τους ετερόδοξους να συνεργάζονται με τους εκκλησιαστικούς του ποιμένες, αποκομίζει την εσφαλμένη εντύπωση ότι ανήκουν κι αυτοί στην Εκκλησία του Χριστού, παρά τις δογματικές διαφορές.

Ανταλλαγή επισκέψεων.
Τα τελευταία χρόνια ή οικουμενιστική πολιτική ασκείται και με τις ανταλλαγές επισήμων επισκέψεων μεταξύ των Ομολογιών, οι οποίες πραγματοποιούνται από υψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς. Αυτές περιλαμβάνουν εγκωμιαστικές προσφωνήσεις, ασπασμούς, ανταλλαγές δώρων, κοινά γεύματα, συμπροσευχές, κοινές ανακοινώσεις και άλλες χειρονομίες φιλοφροσύνης.
Ειδικότερα, από το 1969 έχει καθιερωθεί ή ετήσια αμοιβαία συμμετοχή, Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, στις θρονικές εορτές Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως.
Οι συναντήσεις αυτές, δυστυχώς, δεν είναι απλές εθιμοτυπικές επισκέψεις. Οι ίδιοι, άλλωστε, οι οικουμενιστές ομολογούν ότι με τους κοινούς εορτασμούς βιώνεται ένα είδος εκκλησιαστικής κοινωνίας, με την αμοιβαία αναγνώρισή τους.
Ο πιστός λαός μας όμως, όταν παρακολουθεί τις επισκέψεις από τα οπτικοακουστικά μέσα επικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη έκπληξη σκανδαλίζεται, πικραίνεται, απορεί, αλλά και προβληματίζεται, καθώς μάλιστα άλλοτε ακούει τους ποιμένες του να μιλούν με ορθοδοξότατη και αγιοπατερική γλώσσα, και άλλοτε τους βλέπει ανάμεσα στους ετερόδοξους να συμπεριφέρονται διπλωματικά, Ένας τέτοιος όμως συμβιβασμός στο χώρο της αλήθειας της Εκκλησίας, ακόμα και για την ιερότερη σκοπιμότητα, δεν θα πληρωθεί, άραγε, με ακριβό και οδυνηρό τίμημα;

Η διαθρησκειακή εξέλιξη του Οικουμενισμού.
Ή βαθύτατη κρίση προσανατολισμού, που εμφανίστη¬κε πολύ νωρίς στην Οικουμενική Κίνηση, την ανάγκασε πρώτα να στραφεί στην αντιμετώπιση των κοινωνικο¬πολιτικών προβλημάτων των ανθρώπων, εγκαταλείπο¬ντας τη θεολογία ως δρόμο ενώσεως, και υστέρα να πραγματοποιήσει ένα άνοιγμα προς τις μη χριστιανικές θρησκείες. Παραδέχεται ότι όλες οι θρησκείες αποτελούν διαφορετικούς δρόμους σωτηρίας, παράλληλους με το Χριστιανισμό, και ότι το Άγιο Πνεύμα ενεργεί και σ' αυτές. Σύνθημά της έχει το αξίωμα της "Νέας Εποχής": «Πίστευε ό,τι θέλεις, μόνο μη διεκδικείς την αποκλειστικότητα της αλήθειας και του δρόμου της σωτηρίας».
Συγκαλεί λοιπόν διαθρησκειακές συναντήσεις, οι οποίες δεν είναι απλά επιστημονικά συνέδρια, όπως διατείνονται οι διοργανωτές τους, αλλά συνάξεις ομολογίας της ενότητας με βάση την πίστη στον ένα Θεό. Γι` αυτό συχνά περιλαμβάνουν και κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις, στις οποίες συμπροσεύχονται ορθόδοξοι, ετερόδοξοι και αλλόθρησκοι. Ό Τριαδικός Θεός όμως των Ορθοδόξων, ό αληθινός και αυτοαποκαλυπτόμενος Θεός, δεν είναι ό ίδιος με τον οποίο "Θεό" των ετεροδόξων και των αλλοθρήσκων, με κάποιον φανταστικό δηλαδή "Θεό", που δημιούργησε, και συντηρεί ή θρησκευτική ανάγκη του μεταπτωτικού ανθρώπου.
Δυστυχώς, το διαθρησκειακό αυτό άνοιγμα συμμερίζονται και ορθόδοξοι οικουμενιστές ιεράρχες, οι οποίοι μάλιστα εκφράζουν απόψεις σαν τις επόμενες:
«Η Οικουμενική Κίνηση, αν και έχει χριστιανική προέλευση, πρέπει να γίνει κίνηση όλων των θρησκειών... Όλες οι θρησκείες υπηρετούν το Θεό και τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει παρά μόνο ένας Θεός...».
«Κατά βάθος, μία εκκλησία ή ένα τέμενος αποβλέπουν στην ίδια πνευματική καταξίωση του ανθρώπου».
«Το Ισλάμ, στο Κοράνιο, μιλάει για Χριστό, για Παναγία, κι εμείς πρέπει να μιλήσουμε για τον Μωάμεθ με θάρρος και τόλμη. Να δούμε την ιστορία του και την προσφορά του, το κήρυγμα του ενός Θεού και τη ζωή των μαθητών του, που είναι μαθητές του ενός Θεού...».
«Ρωμαιοκαθολικοί και Ορθόδοξοι, Προτεστάνται και Εβραίοι, Μουσουλμάνοι και Ινδοί, Βουδιστές και Κομφουκιανοί... θα πρέπει να συντελέσομε όλοι μας στην προώθηση των πνευματικών αρχών του οικουμενισμού, της αδελφοσύνης και της ειρήνης. τούτο όμως θα μπόρεση να γίνει μόνον εάν είμεθα ηνωμένοι εν τω πνευματι του ενός Θεού».
Βασική επιδίωξη των διαθρησκειακών συναντήσεων είναι ή δημιουργία σημείων επαφής μεταξύ των θρησκειών, ώστε να διευκολυνθεί ή κοινή αντιμετώπιση των κοινωνικών και διεθνών προβλημάτων. Την επιδίωξη αυτή εκμεταλλεύονται κατά καιρούς και ισχυροί κοσμικοί άρχοντες, επιστρατεύοντας τις θρησκείες στην προώθηση ανόμων συμφερόντων τους. Αυτό φάνηκε καθαρά μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, όταν πραγματοποιήθηκαν «κατ' επιταγήν» πλειάδα διαθρησκειακών συναντήσεων.
Έτσι όμως ή Εκκλησία μας, αντί να είναι «κρίση» και «έλεγχος» της ανομίας, μεταβάλλεται σε υποστηρικτή και συντηρητή της. Εγκλωβίζεται στην εγκόσμια προοπτική των διαφόρων θρησκειών και υποβιβάζεται στο επίπεδο μιας κοσμικής Θρησκείας με ωφελιμιστικό και χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, αναγκάζεται να αθετήσει το ιεραποστολικό της χρέος, εφόσον γίνεται αποδεκτό, από επίσημους μάλιστα εκπροσώπους της, ότι όλες οι θρησκείες αποτελούν «ηθελημένας από Θεού οδούς σωτηρίας»!
Κάποιοι ορθόδοξοι οικουμενιστές, εξάλλου, φτάνουν στο σημείο να μιλούν για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την αγάπη και άλλα κατεξοχήν πνευματικά αγαθά με μια ψυχρή κοσμική γλώσσα. Αποσιωπουν ότι τα αγαθά αυτά αποτελούν καρπούς του Αγίου Πνεύματος, θεία δώρα που χορηγούνται με την πνευματική «εν Χριστώ Ιησού» άθληση κι όχι μέσα από διαθρησκειακές συναντήσεις.
Πρέπει, βέβαια, να τονιστεί, ότι ή Ορθοδοξία δεν είναι θρησκεία, ούτε έστω ή καλύτερη. Είναι Εκκλησία: Ή αυτό αποκάλυψη και φανέρωση του Θεού στην ιστορία. Έχει συνείδηση της Οικουμενικότητας και της Αλήθειας του Χριστού που κατέχει, γι' αυτό και δεν φοβάται τις σχέσεις της με τους μη Χριστιανούς. Γνωρίζει όμως τα όρια αυτών των σχέσεων, όπως τα έχει διαμορφώσει ή αγιοπατερική Παράδοση και ή μυστηριακή της εμπειρία. Για παράδειγμα, ό άγιος Γρηγόριος ό Παλαμάς, κάτω από συνθήκες σκληρής αιχμαλωσίας, διαλέχτηκε με τους Οθωμανούς Τούρκους. Δεν δίστασε, ωστόσο, με κίνδυνο της ζωής του, να πει την αλήθεια και να ελέγξει την πλάνη τους. Πώς αντιμετώπιζαν, άλλωστε, οι άγιοι Μάρτυρες τους ειδωλολάτρες και οι άγιοι Νεομάρτυρες τους Μωαμεθανούς; Δεν ομολογούσαν την αλήθεια; Θα μπορούσαμε να τους φανταστούμε να προσεύχονται μαζί τους; Αλλά τότε δεν θα είχαμε Μάρτυρες!
Ή Εκκλησία μας λοιπόν αρνείται να θυσιάσει στο βωμό άλλων σκοπιμοτήτων τη μοναδικότητα της και να αποδεχθεί το οικουμενιστικό σύνθημα ότι «σε όλες τις θρησκείες, πίσω από διαφορετικά ονόματα, λατρεύεται ό ίδιος Θεός». Πιστεύει ακράδαντα ότι ό άνθρωπος σώζεται μόνο δια του Χριστού, συμφωνά με το αποστολικό: «Ουκ εστίν εν άλλω ουδενί ή σωτηρία• ουδέ γαρ όνομα εστίν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πράξ. 4,12).

Τελικά Τι είναι ό Οικουμενισμός;

Μετά τις αλλεπάλληλες εξελίξεις του και τη σταδιακή απομάκρυνση του από τους αρχικούς του στόχους, δικαιολογημένα οι Ορθόδοξοι πιστοί αναρωτιούνται: Δεν φαίνεται άραγε ξεκάθαρα, ότι σκοπός του Οικουμενισμού είναι όχι ή ένωση των Χριστιανών, αλλά ή επικράτηση της Πανθρησκείας, ή ισοπέδωση των πάντων και ή μετατροπή της Εκκλησίας του Χριστού σε μια «Λέσχη θρησκευόμενων ανθρώπων», σ' έναν εγκόσμιο οργανισμό, σαν τον Ο.Η.Ε., απονευρωμένο και α-πνευματικό;
Πώς όμως αποτιμά τον Οικουμενισμό ή παραδοσιακή μας Ορθοδοξία;
«Ό Οικουμενισμός, πραγματικά έτσι όπως έχει επικρατήσει να σημαδοτείται ό όρος αυτός, βεβαίως είναι αίρεση, γιατί σημαίνει απάρνηση βασικών γνωρισμάτων της ορθοδόξου πίστεως, όπως είναι φέρ’ ειπείν ή αποδοχή της θεωρίας των κλάδων, ότι δηλαδή ή κάθε Εκκλησία έχει ένα τμήμα αληθείας και πρέπει να ενωθούμε όλες οι εκκλησίες, να βάλουμε στο τραπέζι τα τμήματα της αληθείας για να απαρτισθεί το όλον. Εμείς πιστεύουμε ότι ή Ορθοδοξία είναι ή Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Τέρμα, σ' αυτό δεν γίνεται συζήτηση. Και επομένως, οποιοσδήποτε πρεσβεύει τα αντίθετα μπορεί να λέγεται οικουμενιστής και επομένως να είναι αιρετικός» (Άρχιεπ. Αθηνών Χριστόδουλος, Συνέντευξη στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας, 24-5-1998).
«Ό Οικουμενισμός είναι κοινό όνομα για τους ψευδό-χριστιανούς, για τις ψευδό - εκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης.. Όλοι αυτοί οι ψευδοχριστιανισμοί, όλες οι ψευδοεκκλησίες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια αίρεση παραπλεύρως στην άλλη αίρεση. Το κοινό ευαγγελικό όνομα τους είναι παναίρεση. Γιατί; Γιατί στο διάστημα της ιστορίας οι διάφορες αιρέσεις αρνούνταν ή παραμόρφωναν μερικά ιδιώματα του Θεανθρώπου και Κυρίου Ιησού οι ευρωπαϊκές όμως αυτές αιρέσεις απομακρύνουν ολόκληρο τον Θεάνθρωπο και στη θέση του τοποθετούν τον Ευρωπαίο άνθρωπο» (Άρχιμ. Ιουστίνος Πόποβιτς).
«Ό Οικουμενισμός δεν είναι αίρεση και παναίρεση, όπως συνήθως χαρακτηρίζεται. Είναι κάτι πολύ χειρότερο της παναιρέσεως. Οι αιρέσεις ήταν φανεροί εχθροί της Εκκλησίας. Μπορούσε αυτή να παλέψει εναντίον τους και να τις κατατροπώσει. Ό Οικουμενισμός όμως αδιαφορεί για τα δόγματα και για τις δογματικές διαφορές των Εκκλησιών. Είναι υπέρβαση, αμνήστευση, παραθεώρηση, για να μην πούμε νομιμοποίηση και δικαίωση των αιρέσεων. Είναι ύπουλος εχθρός, και από εδώ ακριβώς προέρχεται ό θανάσιμος κίνδυνος» (Καθηγητής Ανδρέας Θεοδώρου).

Αντιδράσεις στην Οικουμενική Κίνηση.
Σήμερα στον ορθόδοξο χώρο αυξάνονται ολοένα οι αντιδράσεις κατά του Οικουμενισμού και των εκφραστών του. Πολλά βιβλία, άρθρα και κριτικές βλέπουν το φως της δημοσιότητας, όπου διατυπώνεται με πόνο και αγωνία ή άποψη ότι οδεύουμε βάσει «σχεδίου» και «γραμμής» προς μια βαβυλώνια αιχμαλωσία της Ορθοδοξίας στην πολυπρόσωπη και πολυώνυμη αίρεση.
Δεν είναι λίγοι οι διαπρεπείς ορθόδοξοι κληρικοί και θεολόγοι που προτείνουν την άμεση αποχώρηση της Ορθοδοξίας από την Οικουμενική Κίνηση και τα συνέδρια της, γιατί θεωρούν τη συμμετοχή της σε αυτά, όχι απλώς άκαρπη, αλλά πολλαπλώς επιζήμια.
Κάποιες Εκκλησίες έχουν ήδη αποχωρήσει από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, ενώ άλλες προβληματίζονται έντονα για τη δική τους συμμετοχή. Αυτός ό προβληματισμός εκφράστηκε και στη Διορθόδοξη Συνάντηση της Θεσσαλονίκης, το 1998, όπου μεταξύ άλλων διαπιστώθηκε ότι «έπειτα από αιώνα ολόκληρο ορθόδοξης συμμετοχής στην Οικουμενική Κίνηση και μισό αιώνα παρουσίας στο Π.Σ.Ε...., το χάσμα μεταξύ Ορθοδόξων και Προτεσταντών γίνεται μεγαλύτερο».

Ή συμμετοχή του πιστού λαού στην Οικουμενική Κίνηση.
Γνωρίζουμε ότι κριτήριο της Ορθοδοξίας παραμένει ό πιστός και ευσεβής λαός. Κανείς, ούτε Πατριάρχες ούτε Σύνοδοι, δεν μπορούν να τον παρακάμψουν και να φιμώσουν τη συνείδηση του. Γι' αυτό και «δεν πρέπει να γίνεται κανένας διάλογος ή να λαμβάνεται καμιά απόφαση, αν δεν συμφωνεί ή αγρυπνούσα αυτή συνείδηση της Εκκλησίας (χαρισματούχοι κληρικοί, λαϊκοί, μοναχοί)» (Μητροπ. Ναυπάκτου Ιερόθεος).
Οι οικουμενιστικοί διάλογοι, όπως διεξάγονται, ευνοούνται κυρίως από κύκλους της ακαδημαϊκής θεολογίας και από άλλα εκκλησιαστικά ή μη θεσμικά όργανα, που αποβλέπουν σε συγκεκριμένα οφέλη πολιτικά, οικονομικά, διεθνών σχέσεων και προβολής. Δεν αποτελούν αίτημα του εκκλησιαστικού σώματος, αλλά επιβάλλονται "έξωθεν" και "άνωθεν". Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ένα νοσηρό φαινόμενο: την αυτονόμηση των διοικητικών θεσμών των Ορθοδόξων Εκκλησιών σήμερα. Ή εκκλησιαστική διοίκηση δηλαδή είναι χωρισμένη από τη θεολογική σκέψη, αλλά και από τις απόψεις, τις ανησυχίες και την εμπειρία του εκκλησιαστικού πληρώματος.
Έτσι συμβαίνει ό λαός του Θεού να μη συμμετέχει ενεργά ούτε να ενημερώνεται υπεύθυνα και αντικειμενικά για τους διάλογους. Άλλωστε, οι αποφάσεις δεν φέρουν πάντα τη σφραγίδα της αυθεντικής συνοδικότητος, αλλά λαμβάνονται συνήθως από ειδικούς «επαγγελματίες» του Οικουμενισμού. Ομολογεί χαρακτηριστικά ορθόδοξος ιεράρχης: «Ό ορθόδοξος λαός δεν γνωρίζει τίποτε για την Οικουμενική Κίνηση... αλλά ίσως είναι τυχερή και ή Οικουμενική Κίνηση που ό ορθόδοξος πληθυσμός δεν γνωρίζει Τι γίνεται στη Γενεύη»!

Το χρέος μας.

Ζούμε αναμφίβολα σε περίοδο κοσμογονικών αλλαγών. Τα γεγονότα, κατευθυνόμενα πλέον, τρέχουν με ξέφρενους ρυθμούς. Ό Οικουμενισμός εξελίσσεται μέσα στην ισοπεδωτική προοπτική της Παγκοσμιοποιήσεως, που επιβάλλουν ισχυρά πολιτικοοικονομικά κέντρα. Κανείς πια δεν πιστεύει σοβαρά πώς ό Οικουμενισμός μπορεί να προσφέρει ορατή λύση στο αίτημα της χριστιανικής ενότητας.
Ως Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν πρέπει ούτε να αιθεροβατούμε αλλά ούτε και να εφησυχάζουμε. Αν σεβόμαστε πραγματικά τη ζωή των ανθρώπων, αν πονάμε τον βασανισμένο από τις αδιέξοδες θρησκευτικές του παραδόσεις κόσμο της Δύσεως, αλλά και τον παγιδευμένο στις δαιμονικές πλάνες κόσμο της Ανατολής, έχουμε χρέος να μείνουμε προσηλωμένοι στην Αγία μας Εκκλησία. Να κρατήσουμε ανόθευτη την πατροπαράδοτη πίστη μας, βιώνοντας την αυθεντικά μέσα από τον καθημερινό μας αγώνα για τον προσωπικό αγιασμό και τη θέωση. Ή ορθή πίστη και ό ακριβής βίος θα μας κάνουν ικανούς για τη μαρτυρία της Ορθοδοξίας, αλλά -γιατί όχι;- και για το μαρτύριο, αν και όταν οι καιροί το απαιτήσουν...
Ή εμμονή στην Ορθοδοξία, δηλαδή στη γνησιότητα της ζωής, και ή εμμονή στην αλήθεια που ελευθερώνει και σώζει, δεν είναι εγωισμός, φανατισμός ή μισαλλοδοξία. Εκφράζει την οικουμενική διάσταση, την αγάπη και τη φιλανθρωπία της Ορθόδοξης "Εκκλησίας. Και αποτελεί την ύστατη δυνατότητα που αυτή προσκομίζει, για μια ριζοσπαστική πνευματική αλλαγή στο χώρο της Δύσεως, αλλά και για μια έξοδο της Ανατολής από την αιχμαλωσία των ψεύτικων θεών.